Αρτηριακή Υπέρταση

diagrammaN

epiplokesYpertasis farmakaYpertasis adenasEpinefridiwn feoxromokkytoma stenosiNefrikis parathormoni thyroxini antistasiInsoulini megalakria fliosEpinefridion reniniNefra rolosReninis nososConn sterodegennesi kortizoli thesiMyelou agogoIlektrikou diaxorismosNevrikou myelosEpinefridion nososFeoxromokyttoma parathireoidisOrmoni drasiParathormonis drasisInsoulinis genisiTipouDio antistasiInsoulini drasisOrmonisGH periferikoNevriko

 
 
 

Υπέρταση

Η αρτηριακή υπέρταση, είναι ένα σύμπτωμα που λαμβάνει επιδημικές διαστάσεις. Στην πλειονότητα των νοσούντων ενηλίκων (90%), η αιτία είναι τόσο πολυπαραγοντική, ώστε να καθίσταται άγνωστη, οπότε η υπέρταση να χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής (ιδία πάθηση). Στο υπόλοιπο όμως ποσοστό των ασθενών (10%), η υπέρταση μπορεί να οφείλεται σε λόγους γνωστής αιτιολογίας και συγκεκριμένα λόγους οι οποίοι πηγάζουν από διαταραχές στους ενδοκρινολογι¬κούς άξονες, όπως και άλλους ετερογενείς λόγους.

Ενδοκρινολογικά αίτια αρτηριακής υπέρτασης

Θυρεοειδοπάθειες (Υποθυρεοειδισμός ή υπερθυρεοειδισμός

Ύπαρξη αδενωμάτων στον φλοιό των επινεφριδίων με συνοδή διαταραχή στην ορμόνη της κορτιζόλης

Ύπαρξη αδενωμάτων στον φλοιό των επινεφριδίων με συνοδή διαταραχή στην ορμόνη της αλδοστερόνης

Αδένωμα του μυελού των επινεφριδίων το οποίο υπερεκκρίνει νοραδρεναλίνη

Υπερέκκριση παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς αδένες

Ενεργά αδενώ¬ματα στην υπόφυση του εγκεφάλου τα οποία παράγουν φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη ACTH

Υπερέκκριση της αυξητικής ορμόνης GH

Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη TSH

Αντίσταση στην δράση της ινσουλίνης

Η συμπαρομαρτούσα στένωση της νεφρικής αρτηρίας.

  Άλλοι λόγοι αρτηριακής υπέρτασης

Χρόνια νεφρική νόσος

Η νεφρογενής υπέρταση είναι μια από τις συχνότερες μορφές  δευτεροπαθούς υπέρτασης. Οφείλεται σε οξέα ή χρόνια νεφρικά νοσήματα ή στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Η υψηλή συμμετοχή των νεφρικών νοσημάτων στην ανάπτυξη της υπέρτασης, καθιστά απόλυτα υποχρεωτική την αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας στον ασθενή, όταν πρωτοεμφανίζεται η υπέρταση. Δείχνει επίσης τον κεντρικό ρόλο του νεφρού στη ρύθμιση της πίεσης.
Χρόνια νεφρική νόσος θεωρείται η παρουσία σταθερής μικρολευκωματινουρίας (απώλεια λευκωμάτων από τα ούρα) και τιμές κλάσματος σπειραματικής διήθησης GFR <60 ml/min/1,73 m2
(Kaplan Clinical Hypertension 9th ed, 2006)

Νευρολογικές Παθήσεις

Νόσος Alzheimer
Εγκεφαλικοί όγκοι
Τετραπληγία
Σοβαρό τραύμα κεφαλής
Σύνδρομο Guillain-Barre
Οικογενής κακοήθης αϋπνία
Νόσος Parkinson

Οξύ Φυσικό stress

Υπογλυκαιμία
Οξεία παγκρεατίτις
Οξεία πορφυρία
Οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια
Χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια
Περιεγχειρητικά
Καρδιοχειρουργική επέμβαση

Στένωση του ισθμού της αορτής

 

Φάρμακα ή ουσίες

Κορτιζόνη
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
Συμπαθητικομιμητικά
Αντισυλληπτικά
Κυκλοσπορίνη
Αλκοόλ
Αμφεταμίνες
Κοκαίνη
Καφείνη
Γλυκόριζα

Αποφρακτική υπνική άπνοια

 

Οι περιπτώσεις δευτεροπαθούς υπέρτασης στον πληθυσμό των υπερτασικών ενηλίκων ανέρχεται στο 5-10%. Υπογραμμίζεται, ότι αυτά τα επιδημιολογικά δεδομένα δεν θεωρούνται σπάνια για την επιστήμη της ιατρικής, αντιθέτως είναι συχνά. Ως εκ τούτου, προκύπτει αναγκαία η διερεύνηση των αιτιών της αρτηριακής υπέρτασης. Ας ληφθεί υπ΄όψιν, ότι τα προαναφερόμενα ποσοστά εμφάνισης της δευτεροπαθούς υπέρτασης (5-10%), περιορίζονται επί των ενηλίκων υπερτασικών ασθενών, ενώ μελέτες απομονώνουν ποσοστά μεγαλύτερα του 40% με δευτεροπαθή υπέρταση σε ηλικίες μικρότερες των 45 ετών!

Υπέρταση και ηλικίαΠρέπει να αναγνωριστεί ότι σήμερα λείπουν από την διεθνή βιβλιογραφία εμπεριστατωμένες επιδημιολογικές μελέτες, λεπτομερών καταγραφών της συχνότητας της δευτεροπαθούς υπέρτασης, όπως και των αιτιών της. Σίγουρο είναι, ότι η συχνότητα εμφάνισης της δευτεροπαθούς αρτηριακής υπέρτασης είναι πολύ αυξημένη στις μικρές ηλικίες και αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό. Στις επί μέρους και ελλιπείς έως σήμερα μελέτες, επικρατούν αντιφατικές απόψεις για την συχνότητα της δευτεροπαθούς υπέρτασης αλλά και επί των ποσοστών των αιτιοπαθογενετικών της παραγόντων. Οι ανακοινώσιμες έως σήμερα στατιστικές είναι μεταξύ τους αντιφατικές, αφορούν μικρές σειρές ασθενών, οπότε δεν δίνεται ουδεμία σοβαρή απάντηση. Το τελευταίο έχει για συνέπεια, την απουσία μεθοδολογικής προσέγγισης στους ασθενείς του γενικού πληθυσμού με υπέρταση, καθώς και την έλλειψη διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων.

Επιβαρυντικό της διερεύνησης των αιτιών της αρτηριακής υπέρτασης είναι το στοιχείο του υψηλού κόστους – αν και το στοιχείο “cost effect” δεν αφορά την ιατρική επιστήμη ή τον επιστήμονα. Λαμβανομένου υπ΄όψιν ότι οι υπερτασικοί ασθενείς δεν υποβάλλονται συνήθως σε διερεύνηση της υπέρτασης τους, είναι αναμενόμενο ότι τα ποσοστά των ασθενών με δευτεροπαθή υπέρταση θα ήταν πολύ υψηλότερα του 5-10%.

Οι λόγοι για τους οποίους δεν υποβάλλονται οι ασθενείς σε διερεύνηση της αρτηριακής υπέρτασης συνοψίζονται στους εξής:

  1. η ενασχόληση μη ειδικών ιατρών με την υπέρταση

  2. η πολυπλοκότητα και η ετερογένεια των αιτιών της δευτεροπαθούς υπέρτασης

  3. η προβαλλόμενη ανάγκη επίσπευσης της αντιμετώπισης της αυξημένης αρτηριακής υπέρτασης  

  4. η ενασχόληση των ιατρών με τις επιπλοκές ή τους κινδύνους της αυξημένης αρτηριακής υπέρτασης.

Παρ΄ όλα αυτά και

  • δεδομένου ότι τα στατιστικά-επιδημιολογικά στοιχεία είναι μέσα μεθοδολογικής προσέγγισης της ιατρικής διάγνωσης και όχι εφαρμόσιμο δεδομένο στον εξεταζόμενο ασθενή, καθώς και ότι  
  • οι δευτεροπαθείς μορφές υπέρτασης είναι δυνητικά ιάσιμες, 

003η ενδελεχής διαγνωστική αξιολόγηση πρέπει να εφαρμόζεται τουλάχιστον σε επιλεγμένη ομάδα ασθενών. Η ομάδα αυτή πρέπει να διαθέτει ύποπτα σημειολογικά στοιχεία ή εργαστηριακά δεδομένα όπως:

  1. Ασθενείς με βαριά υπέρταση.

  2. Ηλικία μικρότερη των 30 ετών ή αιφνίδια έναρξη υπέρτασης σε ασθενείς μεγαλύτερους των 50 ετών

  3. Υπέρταση ανθεκτική στην φαρμακευτική αγωγή

  4. Φύσημα, συνεχές, στο επιγάστριο

  5. Ιστορικό αιματουρίας

  6. Μη αναμενόμενη υπερτασική απάντηση σε ορισμένα φάρμακα ή την αναισθησία

  7. Αδιευκρίνιστο μεταβολικό πρόβλημα ( υποκαλιαιμία, υπερασβεστιαιμία, υπεργλυκαιμία, απώλεια βάρους)

  8. Απουσία ή καθυστέρηση περιφερικών σφύξεων

  9. Κλινικά ευρήματα ενδοκρινικών διαταραχών (υπερ-υποθυρεοειδισμός, σύνδρομο Cushing, μεγαλακρία) ή οικογενειακό ιστορικό ενδοκρινικών διαταραχών

  10. Αιφνίδια αύξηση της κρεατινίνης μετά την χορήγηση αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου

Πρέπει να τονιστεί, ότι όλες οι ομάδες των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται σήμερα για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης, έχουν ως μηχανισμό δράσης, ένα από τα προαναφερθέντα υποστρώματα ενδοκρινικών διαταραχών, ανεξαρτήτως αν η υπέρταση του συγκεκριμένου ασθενούς οφείλεται σε ενδοκρινές αίτιο, άλλο ετερογενές αίτιο ή είναι ιδιοπαθούς αιτίας.

Ποσοτική απεικόνιση υπερτασικών
Οι πληροφορίες για την συχνότητα εμφάνισης της υπέρτασης στον γενικό πληθυσμό είναι σποραδικές και ανεπαρκείς στην χώρα μας αλλά και γενικότερα. Φαίνεται ότι τα ποσοστά των ασθενών κυμαίνονται μεταξύ του ¼ και του 1/3 του πληθυσμού των ενηλίκων. Το πρόβλημα παίρνει όμως τεράστιες διαστάσεις αν δει κάποιος τα ποσοστά των αδιάγνωστων ασθενών, των ασθενών με ελλιπή θεραπεία και των διαγνωσμένων χωρίς θεραπεία!

Επιπλοκές της αρτηριακής υπέρτασης

Η αρτηριακή υπέρταση έχει αναγνωριστεί εδώ και πάνω από μισό αιώνα ως παράγοντας κινδύνου για προσβολή και θάνατο από καρδιαγγειακά νοσήματα. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των μέτρων αντιμετώπισης δεν θεωρείται ικανοποιητική σε όλες τις χώρες.

Στάδια της υπέρτασης και κίνδυνος

 

Με την ανακάλυψη των φυσιολογικών μηχανισμών ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης, τέθηκαν οι βάσεις των θεραπευτικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπισή της. Έτσι, με βάση όλους τους κρίσιμους σταθμούς και τα μονοπάτια των λειτουργιών, που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, αμέσως δημιουργήθηκαν στην αρχή ερευνητικά και μετέπειτα θεραπευτικά μοντέλα.

Τέσσερεις σημαντικές ομάδες φαρμάκων με διαφορετικό μηχανισμό δράσης χρησιμοποιούνται ευρέως για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης. Πρόκειται για τους:

  1. αναστολείς της ρενίνης (IDR) στην προσπάθεια μείωσης του υποστρώματος ρενίνη-αγγειοτενσίνη - αλδοστερόνη
  2. αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου (ACE) λειτουργώντας ως ανασταλτικό στον ίδιο άξονα
  3. αναστολείς της αγγειοτενσίνης ΙΙ, (ARA-II)με τον ίδιο τρόπο
  4. αναστολείς της αλδοστερόνης

Με αυτόν τον τρόπο είναι διαθέσιμες φαρμακευτικές ουσίες οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν το σύνολο των σταθμών του μονοπατιού της ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, μειώνοντας την αρτηριακή πίεση.

066

Εκτός από τα φάρμακα που σχετίζονται με τον άξονα ρενίνης- αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, η φαρμακολογία της υπέρτασης ασχολείται με την μελέτη των φαρμάκων που σχετίζονται με το αυτόνομο νευρικό σύστημα καθ΄ εαυτό ή με τους υποδοχείς οι οποίοι ανευρίσκονται σε κύτταρα ελεγχόμενα από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, όπως ο καρδιακός μυς, οι λείες μυϊκές στοιβάδες, οι αδένες.
 
Αναφέρθηκε ότι αμέσως μετά την έξοδό τους από το κεντρικό νευρικό σύστημα οι νευρικές ίνες, στον παράπλευρο χώρο της σπονδυλικής στήλης, έρχονται σε επαφή με τα παρασπονδυλικά νευρικά γάγγλια. Αυτό σημαίνει, ότι οι νευρικές ίνες εξερχόμενες (συγκεκριμένα οι νευράξονες των νευρικών κυττάρων) από το κεντρικό νευρικό σύστημα, συνάπτουν σύναψη εντός των γάγγλιων, με το επόμενο νευρικό κύτταρο. Ο τύπος της χημικής ουσίας -του νευροδιεγέρτη – ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί σε αυτές τις συνάψεις, καθορίζει έναν ειδικό τρόπο ταξινόμησης του αυτόνομου νευρικού συστήματος.

Μεγάλος αριθμός περιφερικών νευρικών ινών, του αυτόνομου νευρικού συστήματος, συνθέτει και απελευθερώνει στις νευρικές συνάψεις την ουσία ακετυλοχολίνη. Γι΄αυτό τον λόγο οι νευρικές ίνες και οι συνάψεις τους, ονομάζονται «χολινεργικές».

Την ακετυλοχολίνη ως νευροδιεγέρτη, διαθέτουν όλες οι προ-γαγγλιακές κινητικές νευρικές ίνες (όπως και οι σωματικές κινητικές νευρικές ίνες –του μη αυτόνομου νευρικού συστήματος-των σκελετικών μυών).
Όμως το μεγαλύτερο μέρος από τις μετα-γαγγλιακές συμπαθητικές ίνες, συνθέτουν και απελευθερώνουν έναν άλλο νευροδιεγέρτη, την νοραδρεναλίνη. Για τον λόγο αυτό, οι νευρικές ίνες και οι συνάψεις τους, ονομάζονται (για συντομία) «αδρενεργικές».

Στην μετα-συναπτική μεμβράνη, είναι γνωστό ότι δρουν οι απελευθερωμένοι από την προ-συναπτική μεμβράνη νευροδιαβιβαστές. Στην περίπτωση του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ο χημικός μεσολαβητής ο οποίος εκλύεται στις νευρικές συνάψεις (νοραδρεναλίνη), πρέπει να προσδεθεί στην μετα-συναπτική μεμβράνη σε ουσίες-υποδοχείς επί της κυτταρικής μεμβράνης των νευρικών κυττάρων, ώστε μετά από μια αλυσίδα αντιδράσεων να εκσπάσει η γέννηση ενός νέου ηλεκτρικού ερεθίσματος, στο επόμενο νευρικό κύτταρο.
Οι ουσίες-υποδοχείς στην μετασυναπτική μεμβράνη ονομάζονται αδρενεργικοί υποδοχείς και διακρίνονται σε α1, α2, β1, β2, β3.
Ουσίες ή φάρμακα που ευοδώνουν την διέγερση των μετασυναπτικών υποδοχέων αποκαλούνται αγωνιστές.
Ουσίες ή φάρμακα που αναστέλλουν την διέγερση των μετασυναπτικών υποδοχέων αποκαλούνται ανταγωνιστές (ή αποκλειστές (blockers).
H χορήγηση των ανταγωνιστών των αδρενεργικών υποδοχέων κατορθώνει να μειώσει την αρτηριακή πίεση. Στην φαρέτρα του ιατρού καθίσταται ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα για την αντιμετώπιση της. Η χρήση των αδρενεργικών αποκλειστών, παρουσιάζει αποτελέσματα στο σύνολο των νευρικών απολήξεων που καταλήγουν στα όργανα, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό την λειτουργία των οργάνων. Επιπλέον όμως, οι αδρενεργικοί αποκλειστές δρουν επί του τοιχώματος των αγγείων, στα οποία καταλήγουν  οι νευρικές απολήξεις, με αποτέλεσμα την αγγειοδιαστολή τους. Συνέπεια αυτού, είναι η μείωση της αρτηριακής πιέσεως.  
Σήμερα, η ευρεία χρήση των αδρενεργικών αποκλειστών έχει γενικευτεί κυρίως στην χρήση των β-αποκλειστών, με την κυκλοφορία εξειδικευμένων μορίων β1, β2, β3, ώστε να αποφεύγεται η γενικευμένη δράση τους σε όλα τα όργανα-εκτός των αγγείων- και ως εκ τούτου, η μη ανάπτυξη ανεπιθύμητων παρενεργειών.

Εν κατακλείδι, οι ομάδες των φαρμάκων για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης, με μηχανισμό δράσης που επεμβαίνει και επηρεάζει κάποιο ενδοκρινικό μονοπάτι είναι οι ακόλουθες:

  1. Ανταγωνιστές του μετατρεπτικού ενζύμου

  2. Ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης ΙΙ

  3. Ανταγωνιστές της ρενίνης

  4. Ανταγωνιστές της αλδοστερόνης

  5. Αδρενεργικοί ανταγωνιστές

    Σημειωτέον, ότι η προαναφερόμενες ομάδες φαρμάκων ή συνδυασμός τους, χρησιμοποιείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%-95% των ασθενών με υπέρταση. Οι φαρμακευτικές ομάδες συμπληρώνονται με την χρήση των
  6. Ανταγωνιστών ασβεστίου και των

  7. Διουρητικών.

Αρτηριακή υπέρταση