Η δράση της ινσουλίνης

Η ορμόνη της ινσουλίνης εκκρίνεται συνεχώς από το πάγκρεας, πλην όμως ο ρυθμός έκκρισής της διαφοροποιείται με δυο τρόπους.Βασικός ρυθμός έκκρισης της ινσουλίνης, αποκαλείται η συνεχής ελάχιστη αναγκαία ποσότητα ινσουλίνης, η οποία προσμετρείται κατά την νηστεία (ή τουλάχιστον 6-12 ώρες μετά την λήψη τροφής). Από την άλλη, ο ρυθμός έκκρισης της ινσουλίνης είναι μεταβαλλόμενος, εξαρτώμενος από την λήψη της τροφής (από την ποσότητα και την ποιότητα της τροφής).

022Η ινσουλίνη αυξάνει όταν αυξηθεί η γλυκόζη στο αίμα. Η αυξημένη τιμή του σακχάρου θα γίνει κατανοητή από το πάγκρεας, το οποίον είναι υπεύθυνο για την αυξημένη παραγωγή της ινσουλίνης. Κατόπιν, η παραγόμενη ινσουλίνη θα φθάσει στην περιφέρεια του σώματος και σε όλα τα κύτταρα. Εκεί, θα εκφράσει την αποτελεσματικότητά της, υποβοηθώντας την είσοδο της γλυκόζης στο εσωτερικό των κυττάρων.

 

021

 


Στην περίπτωση της παχυσαρκίας, επειδή η μάζα των λιποκυττάρων είναι αυξημένη (ισόποσα με τα κιλά του επιπρόσθετου σωματικού βάρους), η δράση της ινσουλίνης επί των λιποκυττάρων θα καταστεί θέμα με ιδιαίτερη βαρύτητα. Η μειωμένη δράση της ινσουλίνης στα λιποκύτταρα, πυροδοτεί την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Έτσι η παχυσαρκία αναγάγεται ως ο θεμέλιος αιτιοπαθογεννητικός πυλώνας του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

 

 

Η δράση της ανταγωνιστικής ορμόνης της ινσουλίνης: η ορμόνη της γλυκαγόνης

Η γλυκαγόνη είναι ορμόνη η οποία συντίθεται από τα α-κύτταρα των νησιδίων του Langerhans του παγκρέατος.

023Τα ερεθίσματα για την έκκρισή της, αλλά και τα αποτελέσματα της δράσης της, είναι εκ διαμέτρου αντίθετα εκείνων της ινσουλίνης.
Η έκκριση της γλυκαγόνης διεγείρεται από την πτώση της συγκέντρωσης της γλυκόζης του αίματος (υπογλυκαιμία). Αντίθετα, η έκκριση της γλυκαγόνης αναστέλλεται, όταν το σάκχαρο του αίματος είναι αυξημένο. Επίσης, την έκκριση γλυκαγόνης ενισχύουν ορισμένα αμινοξέα της τροφής και η μυϊκή δραστηριότητα. Το αποτέλεσμα της έκκρισης της γλυκαγόνης είναι η αύξηση της γλυκόζης του αίματος.

Η συσσώρευση της γλυκόζης στο αίμα από την λήψη των τροφών, δεν παραμένει στο σύνολό της κυκλοφορούσα στο αίμα. Αποθηκεύεται υπό μορφή συνενωμένων μορίων γλυκόζης, σε ένα μεγάλο μόριο, το οποίον ονομάζεται γλυκογόνο. Αυτό το μακρομόριο, αποθηκεύεται στο ήπαρ και τους μυς. Χρησιμεύει ως αποθηκευμένο καύσιμο υλικό, για να καταναλωθεί σταδιακά, αποδομούμενο ως μόριο γλυκογόνου. Το μεγαλομόριο του γλυκογόνου αποδεσμεύει τα πρωταρχικά μόρια γλυκόζης εξ΄ον είχε συντεθεί, απελευθερώνοντάς τα στο αίμα και διαθέτοντάς τα ως καύσιμο υλικό, έως την επόμενη λήψη τροφής. Το μεγαλομόριο του γλυκογόνου έχει χρόνο ζωής η οποία οριοθετείται από την στιγμή της σύνθεσής του, έως την αποδόμησή του σε μόρια γλυκόζης, ήτοι από την λήψη της τροφής κατά την διάρκεια της νηστείας, έως το επόμενο γεύμα, για χρόνο περίπου 8-12 ώρες.

Η ορμόνη της γλυκαγόνης διασπά το αποταμιευμένο γλυκογόνο στο ήπαρ και τους μυς, σε γλυκόζη. Με τον τρόπο αυτό αυξάνει τη στάθμη της γλυκόζης του αίματος.

Παράλληλα, προωθεί τη διαδικασία της γλυκονεογένεσης, της μετατροπής δηλαδή στο ήπαρ των αμινοξέων σε γλυκόζη, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω τη στάθμη της γλυκόζης του αίματος. 024Τέλος στο λιπώδη ιστό ενεργοποιεί τη λιπόλυση, με αποτέλεσμα την αποδέσμευση λιπαρών οξέων στην κυκλοφορία. Από τα παραπάνω φαίνεται πως η γλυκαγόνη είναι μια καταβολική ορμόνη, που ως σκοπό έχει την άμεση κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του οργανισμού, με την παροχή στην κυκλοφορία γλυκόζης και λιπαρών οξέων.
Η ορμόνη της γλυκαγόνης χρησιμοποιείται στη θεραπευτική για την άμεση ανάταξη των υπογλυκαιμικών κρίσεων, χορηγούμενη ενδοφλεβίως, ενδομυϊκώς ή υποδορίως, ανάλογα με την περίπτωση.