Οι δράσεις της αυξητικής ορμόνης, η οποία παράγεται από την υπόφυση, δεν ασκούνται σε ένα συγκεκριμένο αδένα - στόχο, όπως οι άλλες υποφυσιακές ορμόνες, αλλά σε πληθώρα ιστών. Αυτές οι δράσεις της GH συνοψίζονται στις ακόλουθες:

  • στην αύξηση του σκελετού μέσω της δράσης μιας ουσίας τύπου ινσουλίνης-Ι (IGF-I,ΙΙ ή σωματομεδίνης-C).

Η δράση της αυξητικής ορμόνης στην αύξηση των οστών, των μαλακών μορίων (μυών) και των σπλάχνων, συναντάται κυρίως σε άτομα νεαρής ηλικίας και έως την εφηβεία. Όσον αφορά στον σκελετό, η δράση της αυξητικής ορμόνης πραγματοποιείται με μεσολαβητή άλλες ουσίες (συνηθίζεται ως δόκιμος όρος να χρησιμοποιείται ο όρος «παράγοντες») του τύπου της ινσουλίνης, τους παράγοντες IGF(insulin-like growth factors) . Οι ουσίες αυτές, δεν παράγονται από συγκεκριμένο αδένα, αλλά από τους περιφερικούς ιστούς που προαναφέρθηκαν όπως τα οστά, μετά την δράση σε αυτούς τους ιστούς της αυξητικής ορμόνης GH. Η κύρια πηγή παραγωγής των IGF εκτός των οστών, είναι το ήπαρ, τα χονδροκύτταρα, οι μύες, ο γαστρεντερικός σωλήνας, οι νεφροί.

  • και στις μεταβολικές επιδράσεις που ασκεί η ορμόνη διευκολύνοντας την αύξηση των μυών, την εξοικονόμηση γλυκόζης την λιπόλυση, την αύξηση του εξωκυττάριου ύδατος.

Η αυξητική ορμόνη ανταγωνίζεται την δράση της ινσουλίνης, οπότε οι δράσεις αυτών των δυο ορμονών είναι αντίθετες. Υψηλές ποσότητες αυξητικής ορμόνης, χορηγούμενες επί μακρόν, μπορούν να προκαλέσουν ελάττωση της δέσμευσης της ινσουλίνης στους υποδοχείς της στα κύτταρα-στόχος, οπότε μπορούν να προκαλέσουν αύξηση του σακχάρου στο αίμα, ήτοι σακχαρώδη διαβήτη. Όμως, τα αποτελέσματα που παρατηρούνται σε οξεία χορήγηση της αυξητικής ορμόνης, είναι τελείως διαφορετικά και αντίθετα από αυτά που παρουσιάζονται στην χρόνια χορήγηση της ορμόνης. Στην δεύτερη περίπτωση η αυξητική ορμόνη εμφανίζει δράση ίδια με της ινσουλίνης, ήτοι μειώνει το σάκχαρο του αίματος, οδηγώντας το σε κατανάλωση στα κύτταρα-στόχους.

Η έκκριση της αυξητικής ορμόνης ευρίσκεται κάτω από διπλό υποθαλαμικό έλεγχο. Η εκλυτική ορμόνη GHRH η οποία παράγεται από τον υποθάλαμο, άνωθεν της υπόφυσης, διεγείρει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης από την υπόφυση, ενώ η ορμόνη της σωματοστατίνης, η οποία παράγεται από το ίδιο κέντρο, αναστέλλει την έκκριση της αυξητικής ορμόνης. Σημειωτέον, ότι πληθώρα άλλων ερεθισμάτων που αντιστοιχούν σε διαφορετικά ορμονικά μόρια, διεγείρουν ή αναστέλλουν την έκκριση της αυξητικής ορμόνης ενώ η σωματοστατίνη επηρεάζει την έκκριση πλειάδος άλλων ορμονών.