Η σύνθεση των ενδιάμεσων και των τελικών προϊόντων της στεροειδογένεσης
H ανεπαρκής παρουσία των αναγκαίων ενζύμων για την αλυσιδωτή σύνθεση των φλοιοεπινεφριδιακών ενδιάμεσων ορμονών στην οδό πριν την τελική ορμόνη:

Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων

Οι τρείς οδοί σύνθεσης των στεροειδών ορμονών και των ενδιάμεσων προϊόντων τους από τον φλοιό των επινεφριδίων, περιλαμβάνουν:

την οδό της αλδοστερόνης

την οδό της κορτιζόλης και

την οδό των ανδρογόνων.

Είναι γνωστό ότι η σύνθεση των τριών τελικών στεροειδικών παραγώγων απαιτεί την σύνθεση, σε αλυσιδωτή σειρά, όλων των ενδιάμεσων προϊόντων. Αν ληφθεί υπ΄όψιν ότι τα ενδιάμεσα προϊόντα είναι ορμόνες, με συναφή δράση με τις υπόλοιπες ορμόνες της ίδιας στεροειδογενητικής οδού, εύκολα προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι τρείς στεροειδογενητικές οδοί είναι σημαντικές στο σύνολό τους.
Από τον παραστατικό χάρτη της βιοσύνθεσης των στεροειδών ορμονών, εκτός από τα ενδιάμεσα ορμονικά προϊόντα, φαίνεται αναγκαία και η ύπαρξη ειδικών ενζύμων τα οποία καταλύουν την κάθε αντίδραση προς την μεριά των προϊόντων. Χρειάζεται δηλαδή για την ολοκλήρωση κάθε στεροειδικής χημικής αντίδρασης, να παρεμβληθεί μεταξύ του αντιδρώντος και του προϊόντος, μια ειδική ουσία, η οποία λειτουργεί ως ένζυμο και επιτρέπει ως εκ τούτου την μετατροπή του αντιδρώντος σε προϊόν.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο της στεροειδογενητικής οδού είναι ότι γενικώς, το ίδιο ένζυμο καταλύει οριζόντια και τις τρείς στεροειδικές οδούς. Φαίνεται για παράδειγμα, ότι το ένζυμο 3β-hydroxysteroid dehydrogenase, χρησιμοποιείται για την μετατροπή της pregnenolone σε progesterone, αλλά και της 17-OH pregnenolone σε 17-OH progesterone, καθώς και της Dehydroepiandrosterone σε Αndrostenedione. To ίδιο συναντάμε, με οριζόντια συμμετοχή στον επόμενο σταθμό σύνθεσης με την δράση του ενζύμου της 21-Hydroxylase και ούτω καθ΄εξής.
Η ίδια αρχή ισχύει και για τις κάθετες καταλύσεις. Η 17a-Hydroxylase καταλύει την μετατροπή της pregnenolone σε 17-ΟΗ pregnenolone, όπως και την μετατροπή της progesterone  σε 17-OH progesterone. Το ίδιο ισχύει για τις κάθετες δράσεις της 17,20 Lyase.

025

Η έλλειψη ενός από τα προαναφερόμενα ένζυμα, έχει για αποτέλεσμα την ανακοπή της σύνθεσης των επόμενων ορμονικών προϊόντων, με βαρύτατες συνέπειες για τον οργανισμό, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν και στον θάνατο. Το σύνολο των διαταραχών-νόσων που σχετίζονται με έλλειψη ενός ενζύμου της στεροειδογένεσης, συνοψίζονται στο κεφάλαιο των νόσων με το όνομα «συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων». Ο όρος συγγενής παραπέμπει στην εμφάνιση της νόσου κατά την πρώτη παιδική ηλικία εκδηλώνοντας την κληρονομική διαταραχή. Δεν πρόκειται για μια ενιαία πάθηση αλλά για έξι διαταραχές με κοινή παθοφυσιολογία και παρόμοια συμπτωματολογία.

Στις διάφορες μορφές της συγγενούς υπερπλασίας των επινεφριδίων πρέπει να υπολογίζουμε το βαθμό του παραγόμενου ενζύμου ή της ανεπάρκειάς του. Μπορεί δηλαδή η ανεπαρκής παραγωγή ενός δεδομένου ενζύμου να είναι ήπια, μέτρια ή ολική και αυτό να είναι καθοριστικό για την συμπτωματολογία του ασθενούς. Αυτή η διαταραχή καθορίζεται από την γενετική βάση της νόσου.

    Γενικό κριτήριο είναι ότι σε οριζόντιο ενζυμικό έλειμα (όπως της 21-OH, 11β-OH) παρατηρείται παρεκτροπή των στεροειδογενητικών οδών προς την υπερπαραγωγή των προϊόντων της οδού των ανδρογόνων. Αυτό σημαίνει ότι η υπερβολική παραγωγή ανδρογόνων

  • κατά την διάρκεια της ενδομητρίου ζωής, θα προκαλέσει αρρενοποίηση του θήλεως κυήματος (θήλης ψευδερμαφριδιτισμός).
  • κατά την πρώτη παιδική ηλικία, η αυξημένη παρουσία των επινεφριδιακών ανδρογόνων προκαλεί αρρενοποίηση αμφοτέρων των φύλων με επιτάχυνση της σωματικής ανάπτυξης, μεγάθυνση του πέους, ρυτίδωση του όσχεου και εμφάνιση πρόωρα τρίχωσης στο εφήβαιο. Σε κορίτσι θα προκαλέσει μεγέθυνση της κλειτορίδας, τρίχωση του εφήβαιου και επιτάχυνση της ανάπτυξης.
  • κατά την όψιμη ηλικία και εφηβεία, μπορεί να εμφανιστεί πρώιμη ενήβωση.
  • κατά την ενήλικο ζωή, η υπερπαραγωγή των ανδρογόνων προκαλεί υπερτρίχωση, διαταραχές εμμήνου ρήσεως, ακμή, αμδρογενή αλωπεκεία. Στον άνδρα προκαλεί υπογονιμότητα.

026

Αντίθετα, στις περιπτώσεις ελαττωμένης παραγωγής ανδρογόνων, από κάθετο ενζυμικό έλλειμμα, προκύπτει ελαττωμένη παραγωγή ανδρογόνων με συνέπεια το άρρεν κύημα να παρουσιάσει σημεία άρρενος ψευδ-ερμαφροδιτισμού.