Ιστορική αναδρομή

Μέχρι τα τέλη του 1970, οι περισσότεροι ιατροί θεωρούσαν ότι ο τύπου 1 διαβήτης, εμφανιζόταν αιφνιδίως ως πιθανή συνέπεια μίας ίωσης! Είχε αρχίσει όμως να διαφαίνεται, ότι η διαδικασία της νόσου ήταν διαφορετική. Στην αρχή, οι ερευνητές ανακάλυψαν, στα άτομα τα οποία θα ανέπτυσσαν διαβήτη, τα νησιδιοκυτταρικά αντισώματα (ICA), τα οποία στόχευαν τα παγκρεατικά νησίδια, τα οποία τελικά κατέστρεφαν. Άρχισε έτσι να φαίνεται ότι ο διαβήτης τύπου 1 συνδεόταν με εξελίξεις αυτοάνοσου τύπου, στις οποίες το ανοσοποιητικό σύστημα, εξαπέλυε εσφαλμένως επίθεση  κατά των β-κυττάρων του παγκρέατος.
 05 06
 
Συγχρόνως με τα προλεγόμενα, οι επιστήμονες πίστευαν, τουλάχιστον  την  τελευταία τριακονταετία, ότι ένας περιβαλλοντικός παράγοντας όπως ένας ιός (π.χ. Coxackie) ή ένας διαιτητικός παράγοντας (π.χ. το γάλα της αγελάδας), ή ακόμα μια περιβαλλοντική τοξίνη, μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση του τύπου 1 διαβήτη σε προδιατεθειμένα άτομα. Παρά ταύτα, μετέπειτα έρευνες με πλούσιο υλικό απέτυχαν να αποδείξουν άμεση σχέση με τα προηγούμενα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, διάφορες μελέτες έδειξαν ότι ο ορός των παιδιών, τα οποία αργότερα ανέπτυξαν διαβήτη, ήταν θετικός για τα αντισώματα ICA για μήνες, ενίοτε και χρόνια, πολύ πριν δηλαδή από την εμφάνιση του διαβήτη. Οι ερευνητές προχώρησαν στην αναγνώριση και άλλων τύπων αυτοαντισωμάτων, ενώ πληθώρα μελετών υποδείκνυε ότι ο αυτοάνοσος μηχανισμός, ο οποίος οδηγεί στον τύπο 1 διαβήτη, μπορούσε να ενυπάρχει από την γέννηση του ατόμου.  
Ήταν έτσι ξεκάθαρο, ότι το μεγαλύτερο μέρος των γεγονότων που αφορούσαν στην εξέλιξη της νόσου, ξεκινούσε πολύ πριν από την εμφάνιση του διαβήτη. Ο οργανισμός πολύ νωρίς, αναπτύσσει αυτοάνοσους δείκτες, οι οποίοι περιλαμβάνουν αντισώματα κατά των διαφόρων πρωτεϊνών του β-κυττάρου, όπως τα αντισώματα κατά της ινσουλίνης καθώς και τα αντισώματα κατά της αποκαρβοξυλάσης του γλουταμικού οξέος (anti-GAD).
 
Το γεγονός ότι ο διαβήτης απαιτεί χρόνο για να αναπτυχθεί, εφόσον τα ινσουλινοπαραγωγά κύτταρα καταστρέφονται αργά από το ανοσιακό  σύστημα, αποτέλεσε παράθυρο ευκαιρίας για τους ερευνητές. Ήδη, από το τέλος της δεκαετίας του 1990, οι επιστήμονες εστίασαν τις προσπάθειές τους, στην ανάπτυξη θεραπευτικών παρεμβάσεων σχεδιασμένων για να σταματήσουν την αυτοάνοση επίθεση, ώστε να σωθεί ή να διατηρηθεί, όσο το δυνατόν περισσότερη λειτουργική μάζα β-κυττάρων.
Στις δεκαετίες που πέρασαν, οι γενετιστές αναγνώριζαν αριθμό γονιδίων, τα οποία συνδυάζονταν με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη διαβήτη τύπου 1, ενώ άλλα γονίδια συνδυάζονταν με την προστασία από τον διαβήτη. To γονίδιο ΗLA-DR3 βρέθηκε σε μεγαλύτερη συχνότητα σε άτομα με τύπου 1 διαβήτη, παρά στο γενικό πληθυσμό. Το HLA-DQ2 ήταν παρόν στο 20% των κατοίκων της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά μόνο στο 1% των ατόμων με διαβήτη.
    
        Ενώ τα αντινησιδιακά αντισώματα (ICA) ανακαλύφθηκαν το 1974 και ήταν τα πρώτα αυτοαντισώμα τα οποία σχετίζονταν με το διαβήτη, μέχρι σήμερα αναγνωρίσθηκαν και άλλα σημαντικά αυτοαντισώματα: τα αντι-ινσουλινικά (ΙΑΑ),  τα αντι-GAD65, τα  αντι-ΙΑ2, αλλά και τα ZnT8. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας απομόνωσης των αυτοαντισωμάτων, οι επιστήμονες άρχισαν να εφαρμόζουν τρόπους για την πρόβλεψη της ανάπτυξης του τύπου 1 διαβήτη. Εδείχθη, ότι εάν ένα άτομο εξέφραζε δύο ή περισσότερα αυτοαντισώματα, ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου ήταν υψηλός.
Σήμερα, έχει εκτιμηθεί ότι πολύ πάνω από 10 παγκρεατικά αντιγόνα, αποτελούν τον στόχο νέο-συντιθέμενων αντισωμάτων.  
 
    Εξοπλισμένοι οι ερευνητές με την γνώση ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, είναι αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας αυτοάνοσης αντίδρασης, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, άρχισαν να δοκιμάζουν, μη ειδικά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, στους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς. Για να διαπιστωθεί αν ήταν δυνατόν να καθυστερήσουν ή να αναστείλουν την τελική έκβαση της νόσου, χρησιμοποίησαν φάρμακα όπως η αζαθειοπρίνη και η κυκλοσπορίνη. Δυστυχώς, τα φάρμακα αυτά ανέπτυξαν τοξικές επιδράσεις ώστε τα άτομα στα οποία δοκιμάστηκαν, καθίσταντο ευάλωτα στις λοιμώξεις. Πάντως, τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, είχαν μερική επιτυχία στη διατήρηση της υπολειμματικής λειτουργίας των β-κυττάρων. Οι μελέτες αυτές στο σύνολό τους εγκαταλείφθηκαν.