Στο αρχικό στάδιο της ενήβωσης σημειώνεται μια σημαντική αλλαγή. Είναι αυτή που αφορά την ανάπτυξη του σώματος του παιδιού (σωματικό ύψος). Το γεγονός αυτό είναι εξαρτώμενο από ορμόνες οι οποίες προέρχονται από την αρχή λειτουργίας των επινεφριδίων.

Σημειώνεται, ότι τα παιδιά από την γέννησή τους, έως το στάδιο της ενήβωσης, προσλαμβάνουν κατά μέσον όρο 4-6 εκατοστά ύψος, ανά έτος, λόγω της δράσης μιας ορμόνης, η οποία εκκρίνεται από την υπόφυση και ονομάζεται αυξητική ορμόνη (GH). Οι διαταραχές στην έκκρισης της αυξητικής ορμόνης είναι υπεύθυνες για τον γιγαντισμό (λόγω της υπερέκκρισης της GH) ή τον νανισμό (λόγω της ελλιπούς έκκρισης της GH).

Όταν το παιδί φθάσει στο στάδιο την ενήβωσης η σωματική του ανάπτυξη συνεχίζεται με ταχύτερο ρυθμό λόγω της δράσης των επινεφριδίων. Η δράση αυτή σχετίζεται με την παραγωγή των ανδρογόνων από τους αδένες των επινεφριδίων. Οι αδένες των επινεφριδίων ξεκινούν την παραγωγή των ανδρογόνων- σε γυναίκες και άνδρες- γύρω στην ηλικία των 7-8 ετών, και όπως προελέχθη, το αρχικό αυτό στάδιο της εφηβείας ονομάζουμε αδρεναρχή.
Οι ορμόνες των επινεφριδίων, δρουν στα μακρά οστά, συγκεκριμένα στις χόνδρινες επιφύσεις των οστών των παιδιών και με ταχύτατο ρυθμό σχηματίζουν συνεχώς καινούργιο οστίτη ιστό (οστό), αυξάνοντας σημαντικά κατά μήκος με αυτό τον τρόπο τα οστά. Το αποτέλεσμα είναι το παιδί να αυξάνει απότομα το ύψος του σε αυτό το στάδιο της ενήβωσης κατά 7-12 εκατοστά κάθε έτος. Συνολικά τα επόμενα δύο έτη τα κορίτσια κατορθώνουν να αποκτήσουν κατά μέσον όρο 25 εκατοστά και τα αγόρια 28 εκατοστά. Η απότομη αύξηση του ύψους «ξεπέταγμα» (“spurt”), σταματά απότομα μετά την διετία, λόγω της οστεοποίησης του συζευτικού χόνδρου μεταξύ των επιφύσεων και των διαφύσεων των μακρών οστών.

002

003 004

 

Η όποια διαταραχή επισυμβεί στο στάδιο της αδρεναρχής, συνοψίζεται σε μια τελική εικόνα. Είτε στην καθυστερημένη εμφάνιση της ενήβωσης, είτε στην πρώιμη εμφάνιση της ενήβωσης και θα έχει ως αποτέλεσμα το υψηλό ή το κοντό σωματικό ανάστημα του παιδιού. Τα προβλήματα αυτά χρήζουν άμεσης ενδοκρινολογικής διερεύνησης και αντιμετώπισης.

005 006