Αρτηριακή Υπέρταση

diagrammaN

epiplokesYpertasis farmakaYpertasis adenasEpinefridiwn feoxromokkytoma stenosiNefrikis parathormoni thyroxini antistasiInsoulini megalakria fliosEpinefridion reniniNefra rolosReninis nososConn sterodegennesi kortizoli thesiMyelou agogoIlektrikou diaxorismosNevrikou myelosEpinefridion nososFeoxromokyttoma parathireoidisOrmoni drasiParathormonis drasisInsoulinis genisiTipouDio antistasiInsoulini drasisOrmonisGH periferikoNevriko

 
 
 

Υπέρταση

Η αρτηριακή υπέρταση, είναι ένα σύμπτωμα που λαμβάνει επιδημικές διαστάσεις. Στην πλειονότητα των νοσούντων ενηλίκων (90%), η αιτία είναι τόσο πολυπαραγοντική, ώστε να καθίσταται άγνωστη, οπότε η υπέρταση να χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής (ιδία πάθηση). Στο υπόλοιπο όμως ποσοστό των ασθενών (10%), η υπέρταση μπορεί να οφείλεται σε λόγους γνωστής αιτιολογίας και συγκεκριμένα λόγους οι οποίοι πηγάζουν από διαταραχές στους ενδοκρινολογι¬κούς άξονες, όπως και άλλους ετερογενείς λόγους.

Ενδοκρινολογικά αίτια αρτηριακής υπέρτασης

Θυρεοειδοπάθειες (Υποθυρεοειδισμός ή υπερθυρεοειδισμός

Ύπαρξη αδενωμάτων στον φλοιό των επινεφριδίων με συνοδή διαταραχή στην ορμόνη της κορτιζόλης

Ύπαρξη αδενωμάτων στον φλοιό των επινεφριδίων με συνοδή διαταραχή στην ορμόνη της αλδοστερόνης

Αδένωμα του μυελού των επινεφριδίων το οποίο υπερεκκρίνει νοραδρεναλίνη

Υπερέκκριση παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς αδένες

Ενεργά αδενώ¬ματα στην υπόφυση του εγκεφάλου τα οποία παράγουν φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη ACTH

Υπερέκκριση της αυξητικής ορμόνης GH

Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη TSH

Αντίσταση στην δράση της ινσουλίνης

Η συμπαρομαρτούσα στένωση της νεφρικής αρτηρίας.

  Άλλοι λόγοι αρτηριακής υπέρτασης

Χρόνια νεφρική νόσος

Η νεφρογενής υπέρταση είναι μια από τις συχνότερες μορφές  δευτεροπαθούς υπέρτασης. Οφείλεται σε οξέα ή χρόνια νεφρικά νοσήματα ή στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Η υψηλή συμμετοχή των νεφρικών νοσημάτων στην ανάπτυξη της υπέρτασης, καθιστά απόλυτα υποχρεωτική την αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας στον ασθενή, όταν πρωτοεμφανίζεται η υπέρταση. Δείχνει επίσης τον κεντρικό ρόλο του νεφρού στη ρύθμιση της πίεσης.
Χρόνια νεφρική νόσος θεωρείται η παρουσία σταθερής μικρολευκωματινουρίας (απώλεια λευκωμάτων από τα ούρα) και τιμές κλάσματος σπειραματικής διήθησης GFR <60 ml/min/1,73 m2
(Kaplan Clinical Hypertension 9th ed, 2006)

Νευρολογικές Παθήσεις

Νόσος Alzheimer
Εγκεφαλικοί όγκοι
Τετραπληγία
Σοβαρό τραύμα κεφαλής
Σύνδρομο Guillain-Barre
Οικογενής κακοήθης αϋπνία
Νόσος Parkinson

Οξύ Φυσικό stress

Υπογλυκαιμία
Οξεία παγκρεατίτις
Οξεία πορφυρία
Οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια
Χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια
Περιεγχειρητικά
Καρδιοχειρουργική επέμβαση

Στένωση του ισθμού της αορτής

 

Φάρμακα ή ουσίες

Κορτιζόνη
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
Συμπαθητικομιμητικά
Αντισυλληπτικά
Κυκλοσπορίνη
Αλκοόλ
Αμφεταμίνες
Κοκαίνη
Καφείνη
Γλυκόριζα

Αποφρακτική υπνική άπνοια

 

Οι περιπτώσεις δευτεροπαθούς υπέρτασης στον πληθυσμό των υπερτασικών ενηλίκων ανέρχεται στο 5-10%. Υπογραμμίζεται, ότι αυτά τα επιδημιολογικά δεδομένα δεν θεωρούνται σπάνια για την επιστήμη της ιατρικής, αντιθέτως είναι συχνά. Ως εκ τούτου, προκύπτει αναγκαία η διερεύνηση των αιτιών της αρτηριακής υπέρτασης. Ας ληφθεί υπ΄όψιν, ότι τα προαναφερόμενα ποσοστά εμφάνισης της δευτεροπαθούς υπέρτασης (5-10%), περιορίζονται επί των ενηλίκων υπερτασικών ασθενών, ενώ μελέτες απομονώνουν ποσοστά μεγαλύτερα του 40% με δευτεροπαθή υπέρταση σε ηλικίες μικρότερες των 45 ετών!

Υπέρταση και ηλικίαΠρέπει να αναγνωριστεί ότι σήμερα λείπουν από την διεθνή βιβλιογραφία εμπεριστατωμένες επιδημιολογικές μελέτες, λεπτομερών καταγραφών της συχνότητας της δευτεροπαθούς υπέρτασης, όπως και των αιτιών της. Σίγουρο είναι, ότι η συχνότητα εμφάνισης της δευτεροπαθούς αρτηριακής υπέρτασης είναι πολύ αυξημένη στις μικρές ηλικίες και αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό. Στις επί μέρους και ελλιπείς έως σήμερα μελέτες, επικρατούν αντιφατικές απόψεις για την συχνότητα της δευτεροπαθούς υπέρτασης αλλά και επί των ποσοστών των αιτιοπαθογενετικών της παραγόντων. Οι ανακοινώσιμες έως σήμερα στατιστικές είναι μεταξύ τους αντιφατικές, αφορούν μικρές σειρές ασθενών, οπότε δεν δίνεται ουδεμία σοβαρή απάντηση. Το τελευταίο έχει για συνέπεια, την απουσία μεθοδολογικής προσέγγισης στους ασθενείς του γενικού πληθυσμού με υπέρταση, καθώς και την έλλειψη διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων.

Επιβαρυντικό της διερεύνησης των αιτιών της αρτηριακής υπέρτασης είναι το στοιχείο του υψηλού κόστους – αν και το στοιχείο “cost effect” δεν αφορά την ιατρική επιστήμη ή τον επιστήμονα. Λαμβανομένου υπ΄όψιν ότι οι υπερτασικοί ασθενείς δεν υποβάλλονται συνήθως σε διερεύνηση της υπέρτασης τους, είναι αναμενόμενο ότι τα ποσοστά των ασθενών με δευτεροπαθή υπέρταση θα ήταν πολύ υψηλότερα του 5-10%.

Οι λόγοι για τους οποίους δεν υποβάλλονται οι ασθενείς σε διερεύνηση της αρτηριακής υπέρτασης συνοψίζονται στους εξής:

  1. η ενασχόληση μη ειδικών ιατρών με την υπέρταση

  2. η πολυπλοκότητα και η ετερογένεια των αιτιών της δευτεροπαθούς υπέρτασης

  3. η προβαλλόμενη ανάγκη επίσπευσης της αντιμετώπισης της αυξημένης αρτηριακής υπέρτασης  

  4. η ενασχόληση των ιατρών με τις επιπλοκές ή τους κινδύνους της αυξημένης αρτηριακής υπέρτασης.

Παρ΄ όλα αυτά και

  • δεδομένου ότι τα στατιστικά-επιδημιολογικά στοιχεία είναι μέσα μεθοδολογικής προσέγγισης της ιατρικής διάγνωσης και όχι εφαρμόσιμο δεδομένο στον εξεταζόμενο ασθενή, καθώς και ότι  
  • οι δευτεροπαθείς μορφές υπέρτασης είναι δυνητικά ιάσιμες, 

003η ενδελεχής διαγνωστική αξιολόγηση πρέπει να εφαρμόζεται τουλάχιστον σε επιλεγμένη ομάδα ασθενών. Η ομάδα αυτή πρέπει να διαθέτει ύποπτα σημειολογικά στοιχεία ή εργαστηριακά δεδομένα όπως:

  1. Ασθενείς με βαριά υπέρταση.

  2. Ηλικία μικρότερη των 30 ετών ή αιφνίδια έναρξη υπέρτασης σε ασθενείς μεγαλύτερους των 50 ετών

  3. Υπέρταση ανθεκτική στην φαρμακευτική αγωγή

  4. Φύσημα, συνεχές, στο επιγάστριο

  5. Ιστορικό αιματουρίας

  6. Μη αναμενόμενη υπερτασική απάντηση σε ορισμένα φάρμακα ή την αναισθησία

  7. Αδιευκρίνιστο μεταβολικό πρόβλημα ( υποκαλιαιμία, υπερασβεστιαιμία, υπεργλυκαιμία, απώλεια βάρους)

  8. Απουσία ή καθυστέρηση περιφερικών σφύξεων

  9. Κλινικά ευρήματα ενδοκρινικών διαταραχών (υπερ-υποθυρεοειδισμός, σύνδρομο Cushing, μεγαλακρία) ή οικογενειακό ιστορικό ενδοκρινικών διαταραχών

  10. Αιφνίδια αύξηση της κρεατινίνης μετά την χορήγηση αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου

Πρέπει να τονιστεί, ότι όλες οι ομάδες των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται σήμερα για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης, έχουν ως μηχανισμό δράσης, ένα από τα προαναφερθέντα υποστρώματα ενδοκρινικών διαταραχών, ανεξαρτήτως αν η υπέρταση του συγκεκριμένου ασθενούς οφείλεται σε ενδοκρινές αίτιο, άλλο ετερογενές αίτιο ή είναι ιδιοπαθούς αιτίας.

Ποσοτική απεικόνιση υπερτασικών
Οι πληροφορίες για την συχνότητα εμφάνισης της υπέρτασης στον γενικό πληθυσμό είναι σποραδικές και ανεπαρκείς στην χώρα μας αλλά και γενικότερα. Φαίνεται ότι τα ποσοστά των ασθενών κυμαίνονται μεταξύ του ¼ και του 1/3 του πληθυσμού των ενηλίκων. Το πρόβλημα παίρνει όμως τεράστιες διαστάσεις αν δει κάποιος τα ποσοστά των αδιάγνωστων ασθενών, των ασθενών με ελλιπή θεραπεία και των διαγνωσμένων χωρίς θεραπεία!

Επιπλοκές της αρτηριακής υπέρτασης

Η αρτηριακή υπέρταση έχει αναγνωριστεί εδώ και πάνω από μισό αιώνα ως παράγοντας κινδύνου για προσβολή και θάνατο από καρδιαγγειακά νοσήματα. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των μέτρων αντιμετώπισης δεν θεωρείται ικανοποιητική σε όλες τις χώρες.

Στάδια της υπέρτασης και κίνδυνος

 

Με την ανακάλυψη των φυσιολογικών μηχανισμών ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης, τέθηκαν οι βάσεις των θεραπευτικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπισή της. Έτσι, με βάση όλους τους κρίσιμους σταθμούς και τα μονοπάτια των λειτουργιών, που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, αμέσως δημιουργήθηκαν στην αρχή ερευνητικά και μετέπειτα θεραπευτικά μοντέλα.

Τέσσερεις σημαντικές ομάδες φαρμάκων με διαφορετικό μηχανισμό δράσης χρησιμοποιούνται ευρέως για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης. Πρόκειται για τους:

  1. αναστολείς της ρενίνης (IDR) στην προσπάθεια μείωσης του υποστρώματος ρενίνη-αγγειοτενσίνη - αλδοστερόνη
  2. αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου (ACE) λειτουργώντας ως ανασταλτικό στον ίδιο άξονα
  3. αναστολείς της αγγειοτενσίνης ΙΙ, (ARA-II)με τον ίδιο τρόπο
  4. αναστολείς της αλδοστερόνης

Με αυτόν τον τρόπο είναι διαθέσιμες φαρμακευτικές ουσίες οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν το σύνολο των σταθμών του μονοπατιού της ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, μειώνοντας την αρτηριακή πίεση.

066

Εκτός από τα φάρμακα που σχετίζονται με τον άξονα ρενίνης- αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, η φαρμακολογία της υπέρτασης ασχολείται με την μελέτη των φαρμάκων που σχετίζονται με το αυτόνομο νευρικό σύστημα καθ΄ εαυτό ή με τους υποδοχείς οι οποίοι ανευρίσκονται σε κύτταρα ελεγχόμενα από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, όπως ο καρδιακός μυς, οι λείες μυϊκές στοιβάδες, οι αδένες.
 
Αναφέρθηκε ότι αμέσως μετά την έξοδό τους από το κεντρικό νευρικό σύστημα οι νευρικές ίνες, στον παράπλευρο χώρο της σπονδυλικής στήλης, έρχονται σε επαφή με τα παρασπονδυλικά νευρικά γάγγλια. Αυτό σημαίνει, ότι οι νευρικές ίνες εξερχόμενες (συγκεκριμένα οι νευράξονες των νευρικών κυττάρων) από το κεντρικό νευρικό σύστημα, συνάπτουν σύναψη εντός των γάγγλιων, με το επόμενο νευρικό κύτταρο. Ο τύπος της χημικής ουσίας -του νευροδιεγέρτη – ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί σε αυτές τις συνάψεις, καθορίζει έναν ειδικό τρόπο ταξινόμησης του αυτόνομου νευρικού συστήματος.

Μεγάλος αριθμός περιφερικών νευρικών ινών, του αυτόνομου νευρικού συστήματος, συνθέτει και απελευθερώνει στις νευρικές συνάψεις την ουσία ακετυλοχολίνη. Γι΄αυτό τον λόγο οι νευρικές ίνες και οι συνάψεις τους, ονομάζονται «χολινεργικές».

Την ακετυλοχολίνη ως νευροδιεγέρτη, διαθέτουν όλες οι προ-γαγγλιακές κινητικές νευρικές ίνες (όπως και οι σωματικές κινητικές νευρικές ίνες –του μη αυτόνομου νευρικού συστήματος-των σκελετικών μυών).
Όμως το μεγαλύτερο μέρος από τις μετα-γαγγλιακές συμπαθητικές ίνες, συνθέτουν και απελευθερώνουν έναν άλλο νευροδιεγέρτη, την νοραδρεναλίνη. Για τον λόγο αυτό, οι νευρικές ίνες και οι συνάψεις τους, ονομάζονται (για συντομία) «αδρενεργικές».

Στην μετα-συναπτική μεμβράνη, είναι γνωστό ότι δρουν οι απελευθερωμένοι από την προ-συναπτική μεμβράνη νευροδιαβιβαστές. Στην περίπτωση του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ο χημικός μεσολαβητής ο οποίος εκλύεται στις νευρικές συνάψεις (νοραδρεναλίνη), πρέπει να προσδεθεί στην μετα-συναπτική μεμβράνη σε ουσίες-υποδοχείς επί της κυτταρικής μεμβράνης των νευρικών κυττάρων, ώστε μετά από μια αλυσίδα αντιδράσεων να εκσπάσει η γέννηση ενός νέου ηλεκτρικού ερεθίσματος, στο επόμενο νευρικό κύτταρο.
Οι ουσίες-υποδοχείς στην μετασυναπτική μεμβράνη ονομάζονται αδρενεργικοί υποδοχείς και διακρίνονται σε α1, α2, β1, β2, β3.
Ουσίες ή φάρμακα που ευοδώνουν την διέγερση των μετασυναπτικών υποδοχέων αποκαλούνται αγωνιστές.
Ουσίες ή φάρμακα που αναστέλλουν την διέγερση των μετασυναπτικών υποδοχέων αποκαλούνται ανταγωνιστές (ή αποκλειστές (blockers).
H χορήγηση των ανταγωνιστών των αδρενεργικών υποδοχέων κατορθώνει να μειώσει την αρτηριακή πίεση. Στην φαρέτρα του ιατρού καθίσταται ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα για την αντιμετώπιση της. Η χρήση των αδρενεργικών αποκλειστών, παρουσιάζει αποτελέσματα στο σύνολο των νευρικών απολήξεων που καταλήγουν στα όργανα, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό την λειτουργία των οργάνων. Επιπλέον όμως, οι αδρενεργικοί αποκλειστές δρουν επί του τοιχώματος των αγγείων, στα οποία καταλήγουν  οι νευρικές απολήξεις, με αποτέλεσμα την αγγειοδιαστολή τους. Συνέπεια αυτού, είναι η μείωση της αρτηριακής πιέσεως.  
Σήμερα, η ευρεία χρήση των αδρενεργικών αποκλειστών έχει γενικευτεί κυρίως στην χρήση των β-αποκλειστών, με την κυκλοφορία εξειδικευμένων μορίων β1, β2, β3, ώστε να αποφεύγεται η γενικευμένη δράση τους σε όλα τα όργανα-εκτός των αγγείων- και ως εκ τούτου, η μη ανάπτυξη ανεπιθύμητων παρενεργειών.

Εν κατακλείδι, οι ομάδες των φαρμάκων για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης, με μηχανισμό δράσης που επεμβαίνει και επηρεάζει κάποιο ενδοκρινικό μονοπάτι είναι οι ακόλουθες:

  1. Ανταγωνιστές του μετατρεπτικού ενζύμου

  2. Ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης ΙΙ

  3. Ανταγωνιστές της ρενίνης

  4. Ανταγωνιστές της αλδοστερόνης

  5. Αδρενεργικοί ανταγωνιστές

    Σημειωτέον, ότι η προαναφερόμενες ομάδες φαρμάκων ή συνδυασμός τους, χρησιμοποιείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%-95% των ασθενών με υπέρταση. Οι φαρμακευτικές ομάδες συμπληρώνονται με την χρήση των
  6. Ανταγωνιστών ασβεστίου και των

  7. Διουρητικών.

Επινεφρίδια 008

Τα επινεφρίδια βρίσκονται στους άνω πόλους των νεφρών, στο ύψος του 11ου θωρακικού σπονδύλου. Το βάρος τους ανέρχεται σε 8 γραμμάρια έκαστος, ενώ σε καταστάσεις stress το βάρος τους αυξάνει κατά 50% του αρχικού τους.
Οι δίδυμοι αδένες των επινεφριδίων διαχωρίζονται στον εξωτερικό φλοιό και για αυτό ονομάζεται αυτή η μοίρα «φλοιός του επινεφριδίου» (adrenal cortex) και στον εσωτερικό πυρήνα του οργάνου ο οποίος ονομάζεται «μυελώδης μοίρα του επινεφριδίου» (adrenal medulla).

Ο φλοιός των επινεφριδίων

Ο φλοιός των επινεφριδίων αποτελεί ενδοκρινή αδένα, ο οποίος παράγει περισσότερες από πενήντα ορμόνες. Οι επινεφριδιακές ορμόνες του φλοιού ανήκουν σε μια ομάδα με το όνομα στεροειδείς ορμόνες, ενώ κάθε άτομο διαθέτει δυο επινεφρίδια.

Ο φλοιός του επινεφριδίου απαρτίζει ξεχωριστό αδένα από τον εσωτερική μοίρα του ιδίου αδένα, την μυελώδη μοίρα. Και οι δυο εκκρίνουν πληθώρα ορμονών με διαφορετικό ρόλο και τρόπο δράσης μεταξύ τους.

009Στον ενήλικα, ο φλοιός ξεπερνά το 80% του συνολικού βάρους του επινεφριδίου. Αποτελείται από τρείς παράλληλες ζώνες: την σπειροειδή (zona glomerulosa), την στηλιδωτή (zona fascicolata), και την δικτυωτή ζώνη (zona reticularis).

Η πρώτη ζώνη κυττάρων παράγει -μετά από μια αλυσίδα αντιδράσεων και παραγωγή ενδιάμεσων προϊόντων -ως τελικό προϊόν, την ορμόνη της αλδοστερόνης.
Η ενδιάμεση ζώνη, παράγει με τον ίδιο τρόπο ως τελικό προϊόν τις ορμόνες της κορτιζόλης, ανδρογόνα (τεστοστερόνη/οιστρογόνα/και άλλα), καθώς και ενδιάμεσα προϊόντα από την πρώτη οδό της αλδοστερόνης.

 Οι τρεις στοιβαδες του φλοιού των επινεφριδίωνΤα κύτταρα της δικτυωτής ζώνης του φλοιού των επινεφριδίων παράγουν τις ορμόνες της κορτιζόλης και ανδρογόνα.

Σπειροειδής ζώνη
Αλδοστερόνη και ενδιάμεσα προϊόντα
Στηλιδωτή ζώνη
Κορτιζόλη, Ανδρογόνα
Δικτυωτή ζώνη
Ανδρογόνα, Κορτιζόλη

Πρέπει να τονιστεί ότι η παραγωγή των στεροειδικών ορμονών μπορεί να είναι παραγόμενα εκτός από την επινεφριδιακή προέλευση, από τις ωοθήκες ή τους όρχεις.

Ειδικότερα, οι παραγόμενες ορμόνες του φλοιού των επινεφριδίων, μπορούν να χωριστούν σε τρείς ομάδες:

  • την ομάδα (ο επικρατέστερος δόκιμος όρος είναι: οδός) της αλδοστερόνης,

  • την οδό της κορτιζόλης και
  • την οδό της τεστοστερόνης (ή ανδρογόνων).

Η κάθε ομάδα (οδός) –ξεκινά την σύνθεσή της από την χοληστερόλη- και αλυσιδωτά παράγει διαφορετικές στεροειδείς ορμόνες, μέχρι την στιγμή που η κάθε οδός θα καταλήξει σε μία από τις προαναφερόμενες τελικές ορμόνες; αλδοστερόνη-κορτιζόλη-τεστοστερόνη.

Η παραγωγή των τριών σειρών ορμονών της στερεοειδογένεσης από τον φλοιό των επινεφριδίων

Οι ορμόνες της οδού (ομάδας) της αλδοστερόνης ονομάζονται αλατοκορτικοειδή (mineralocorticoids), οι ορμόνες της ομάδας της κορτιζόλης, γλυκοκορτικοειδή (glucocorticoides), και οι ορμόνες τη ομάδας της τεστοστερόνης, ανδρογόνα (androgens).

Οι χημικές ιδιότητες των παραγόμενων στεροειδικών ορμονών κάθε ομάδος είναι άλλες παραπλήσιες μεταξύ τους και άλλες τελείως διαφορετικές.

Η ρενίνη και τα νεφρά. Προετοιμασία για τον άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης

Η σπειροειδής ζώνη του φλοιού των επινεφριδίων, είναι υπεύθυνη για την παραγωγή της αλδοστερόνης και των ενδιάμεσων ορμονών της οδούς της. Ο κυριότερος ρυθμιστικός παράγοντας για την παραγωγή της αλδοστερόνης είναι η ορμόνη της αγγειοτενσίνης Ι & ΙΙ. Πριν όμως και από την δράση της αγγειοτενσίνης Ι & ΙΙ, η αφετηρία του ρυθμιστικού μηχανισμού της έκκρισης της αλδοστερόνης αναγάγεται σε μια άλλη ορμόνη η οποία ονομάζεται ρενίνη. Κατ΄αυτόν τον τρόπο οργανώνεται ένα νέο και σχετικά πολύπλοκο σύστημα αλληλεπιδράσεων ορμονών με το όνομα σύστημα ρενίνης - αγγειοτενσίνης - αλδοστερόνης.

Ο νεφρός αποτελείται από περίπου 1.000.000 δομικές ανατομικές και λειτουργικές μονάδες, τους νεφρώνες. Σε κάθε νεφρώνα εισέρχεται στο αρχικό του τμήμα ένα (προσαγωγό, afferent) αιμοφόρο αγγείο, σχηματίζει εντός της θήκης του Bowman ένα πυκνό σπείραμα-δίκτυο λεπτών τριχωειδικών αγγείων (σπείραμα, glomerular) με σκοπό το φιλτράρισμα του αίματος για τον σχηματισμό των ούρων και εξέρχεται από την κάψουλα του Bowman το απαγωγό αγγείο (efferent). Τα σχηματισμένα ούρα οδεύουν κατά μήκος του σωλήνα του νεφρώνα έως ότου αποβληθούν στην μεγάλη κοιλότητα του νεφρού (νεφρική πύελος).

Η μικροαρχιτεκτονική του νεφρώνα και το έλυτρο του Bowman

Η μικροαρχιτεκτονική του νεφρώνα και το έλυτρο του Bowman

Η παρεμβολή αυτού του μεγάλου μήκους σωληναρίου (νεφρικό σωληνάριο) του νεφρώνα, χρησιμεύει στην επαναρρόφηση πληθώρας σημαντικών-χρήσιμων ουσιών μετά την αρχική αποβολή τους ή και την τελεσίδικη αποβολή τους, ταυτόχρονα με την ρύθμιση της αρτηριακής πιέσεως!

Ο νεφρός

Για να γίνουν κατανοητά τα φαινόμενα είναι αναγκαία η ολοκληρωμένη περιγραφή της ανατομίας και της φυσιολογίας του νεφρώνα.

Στην διαδρομή του προσαγωγού αγγείου (afferent) στην κάψουλα του Bowman και λίγο πριν την είσοδό του σε αυτό, όπως και στον τρίγωνο χώρο που περιχαρακώνεται από το προσαγωγό αγγείο, την κάψα του Bowman, και το απαγωγό αγγείο (efferent), συναντάται η παρασπειραματική συσκευή (iuxtaglomerular apparatus). Η συσκευή αυτή απαρτίζεται από δύο συσσωματώματα κυττάρων:

  • την πυκνή κηλίδα (macula densa), και
  • το συσσωμάτωμα των κοκκιωδών κυττάρων (granular cells) τα οποία περιτυλίγουν το προσαγωγό αγγείο.
Η ανατομική θέση της “πυκνής κηλίδας” και του σώματος των “κοκκιωδών κυττάρων” Η ανατομική θέση της πυκνής κηλίδας και του σώματος των κοκκιωδών κυττάρων

Η ανατομική θέση της “πυκνής κηλίδας” και του σώματος των “κοκκιωδών κυττάρων”

Τα κοκκιώδη κύτταρα είναι υπεύθυνα για την παραγωγή μιας ορμόνης την οποία ονομάζουμε ρενίνη (rennin).

Ο ρόλος της ρενίνης και ο άξονας ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης

Η ρενίνη είναι ουσία η οποία εκκρίνεται από τα κοκκιώδη κύτταρα της παρασπειραματικής συσκευής και κυκλοφορούσα στο αίμα δρα πάνω σε μια πρωτείνη η οποία παράγεται από το ήπαρ -το αγγειοτενσινογόνο- ώστε να μετασχηματιστεί σε αγγειοτενσίνη Ι.

Στη συνέχεια η αγγειοτενσίνη Ι κατά την δίοδό της από τους πνεύμονες υπόκειται στην δράση του μιας άλλης ουσίας, η οποία ονομάζεται μετατρεπτικό ένζυμο (ACE). Το αποτέλεσμα είναι να μετατραπεί η αγγειοτενσίνη Ι, σε σειρά, σε αγγειοτενσίνη ΙΙ & ΙΙΙ.

Οι αγγειοτενσίνες ΙΙ & ΙΙΙ έχουν:

  • ισχυρή αγγειοσυσπαστική δράση σε όλα τα αγγεία του σώματος με αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής πιέσεως, καθώς και
  • διαθέτουν την ικανότητα της διέγερσης της αλδοστερόνης –δρώντας στον φλοιό των επινεφριδίων – με αποτέλεσμα την περαιτέρω μεγαλύτερη αύξηση της αγγειοσύσπασης των αγγείων με συνέπεια την αύξηση ακόμα περισσότερο της αρτηριακής πιέσεως.

ο άξονας ρενίνης αγγειοτενσίνης αλδοστερόνης

Για την έκκριση της ρενίνης, είναι προφανές ότι καθοριστικός παράγοντας είναι η χαμηλή αρτηριακή πίεση και ειδικότερα η χαμηλή αρτηριακή πίεση στα προσαγωγά αρτηρίδια των νεφρώνων του νεφρού. Επιπρόσθετα και άλλοι παράγοντες καθορίζουν την έκκριση της ρενίνης όπως η συγκέντρωση του νατρίου στο υγρό των νεφρικών σωληναρίων και η δραστικότητα του συμπαθητικού συστήματος.

Ο σχηματισμός της αγγειοτενσίνης Ι & ΙΙ, διεγείρει την σύνθεση της αλδοστερόνης, δρώντας σε ειδικές ουσίες υποδοχείς στην μεμβράνη των υπεύθυνων κυττάρων του φλοιού των επινεφριδίων. Στην συνέχεια, εκσπά ένας καταρράκτης νέων φαινομένων με έκκριση κατεχολαμινών (αδρεναλίνη / νοραδρεναλίνη) από την μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων και διεγείρει την έκκριση της βαζοπρεσσίνης από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου.

Αποτελέσματα της δράσης της αλδοστερόνηςΕπιπλέον η αλδοστερόνη προάγει την επαναρρόφηση του νατρίου από το  νεφρικό σωληνάριο των νεφρώνων ενώ ταυτόχρονα η βαζοπρεσσίνη στο ίδιο πεδίο δρα επαναρροφώντας μεγάλες ποσότητες ύδατος. Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του όγκου του αίματος με συνέπεια την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.

Εκτός από την δράση της ρενίνης-αγγειοτενσίνης, τα ιόντα Καλίου (Κ+) στο αίμα (πλάσμα) αυξάνουν την έκκριση της αλδοστερόνης και η αλδοστερόνη με την σειρά της ελαττώνει το κάλιο του αίματος αποβάλλοντάς το από τους νεφρούς με τα ούρα.

Η ρενίνη είναι δυνατόν να υπερεκκρίνεται στην περίπτωση που έχει αναπτυχθεί όγκος ο οποίος να παράγει αυτόνομα ρενίνη. Τέτοιοι όγκοι αφορούν:

  1. τους όγκους των παρασπειραματικών κυττάρων
  2. τους νεφρικούς όγκους Willms και Gravitz
  3. τους εξωνεφρικούς όγκους των πνευμόνων, των ωοθηκών, του παγκρέατος, τα σαρκώματα και το τεράτωμα.

 

Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός ή νόσος του Conn αποκαλείται η νόσος η οποία λόγω της ύπαρξης αδενώματος επί του φλοιού των επινεφριδίων, παράγεται αυξημένη ποσότητα αλδοστερόνης. Σε αυτή την περίπτωση η αυτόνομη παραγωγή της αλδοστερόνης, καταστέλλει την τιμή της ρενίνης. Ταυτόχρονα, παρατηρείται καλιουρία (με συνοδό υποκαλιαιμία) με σημαντική αύξηση της αρτηριακής πιέσεως.

Λόγω της υποκαλιαιμίας οι ασθενείς παρουσιάζουν:

  • μυϊκή αδυναμία,
  • πολυουρία,
  • νυκτουρία,
  • πολυδιψία έως και παραισθήσεις,
  • τετανία,
  • μυϊκή παράλυση.

Παράλληλα με τις άλλες δράσεις της η αλδοστερόνη προκαλεί αύξηση της επαναρρόφησης του νατρίου από τα νεφρικά σωληνάρια με αποτέλεσμα την κατακράτηση νατρίου και την συνοδό λόγω αυτού αύξηση του εξωκυττάριου χώρου. Η ηλεκτροχημική διαφορά που προκαλείται από την κατακράτηση νατρίου, έχει ως αποτέλεσμα την αποβολή ιόντων υδρογόνου από το νεφρικό σωληνάριο και καθώς η υποκαλιαιμία αυξάνει οδηγούμεθα στην μεταβολική αλκάλωση.

Υπερέκκριση αλοστερόνης και συνοδή κλινική συμπτωματολογία

Τα αίτια της πρωτοπαθούς υπερέκκρισης αλδοστερόνης σχετίζονται:

  1. με αδένωμα στο επινεφρίδιο
  2. υπερπλασία στο επινεφρίδιο
  3. καρκίνωμα στο επινεφρίδιο

 

Η ανεπάρκεια των ενζύμων της στεροειδογένεσης και η σχέση τους με την υπέρταση - Περίσσεια άλλων αλατοκορτικοειδών εκτός της αλδοστερόνης

Εκτός από την αλδοστερόνη και άλλες ουσίες έχουν παρόμοια δράση με αυτήν. Προέρχονται από τον άξονα της πρώτης στεροειδογενητικής οδού της αλδοστερόνης και είναι η δεοξυκορτικοστερόνη, η κορτικοστερόνη και η 18-υδροξυκορτικοστερόνη. Αυξημένη παρουσία των αλατοκορτικοειδών της οδού της αλδοστερόνης συναντώνται σε περιπτώσεις ανεπάρκειας των ενζύμων της 17α-υδροξυλάσης, ανεπάρκεια της 11β-υδροξυλάσης και ανεπάρκεια της 11β-υδροξυστεροειδικής αφυδρογονάσης.

το συνόλο της στερεοειδογενετικής οδού και των ενζυμικών μεσολαβητών

Η δεύτερη οδός της στεροειδογένεσης: η οδός της κορτιζόλης και η υπέρταση.
Υποφυσιακό Cushing και επινεφριδιακό Cushing

Η παραγωγή υπέρμετρης ποσότητας κορτιζόλης από τον φλοιό των επινεφριδίων, οφείλεται σε δυο λόγους:

  1. στην υπέρμετρη έκκριση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης από την υπόφυση του εγκεφάλου, ACTH, την ορμόνη η οποία είναι υπεύθυνη για την διέγερση της έκκρισης της κορτιζόλης από τα επινεφρίδια, είτε
  2. κατευθείαν, στην υπέρμετρη έκκριση της κορτιζόλης από τα επινεφρίδια, στην περίπτωση που συναντάται μόρφωμα επί του φλοιού των επινεφριδίων, ήτοι αδένωμα το οποίον υπερπαράγει αυτονόμα κορτιζόλη.

Και στις δυο περιπτώσεις η τιμή της κορτιζόλης θα είναι αυξημένη, ενώ η τιμή της ACTH στην πρώτη περίπτωση θα είναι αυξημένη ενώ στην δεύτερη περίπτωση, η τιμή της ACTH θα είναι χαμηλή. Στην περίπτωση υπερκορτιζολαιμίας από υποφυσιακή αιτία (αδένωμα υπόφυσης παράγων ACTH) η νόσος ονομάζεται «νόσος Cushing», ενώ στην περίπτωση που το αδένωμα συναντάται στον φλοιό των επινεφριδίων ονομάζεται «σύνδρομο Cushing».

Η νόσος Cushing συναντάται πιο συχνά, σε ποσοστό 70%, ενώ το σύνδρομο Cushing –συμπεριλαμβάνοντας και το καρκίνωμα των επινεφριδίων- σε ποσοστό 15%. Το υπόλοιπο 10% των περιπτώσεων με υπερκορτιζολαιμία οφείλεται σε έκτοπη παραγωγή ACTH (όπως στις περιπτώσεις κακοήθειας πνεύμονα όπως και σε καλοήθεις περιπτώσεις), ενώ το 5% οφείλεται σε άλλες ετερογενείς αιτίες.

Η υπερκορτιζολαιμία ευθύνεται για πληθώρα συμπτωμάτων, τα οποία προέρχονται από την υπέρμετρη παρουσία της κορτιζόλης στο αίμα. Στο σύνολό τους, όλες οι αιτίες της υπερκορτιζολαιμίας  είναι σχετικά σπάνιες. Υπολογίζονται σε 1,7 νέα περιστατικά ανά εκατομμύριο πληθυσμού ανά έτος, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζονται 17 περιστατικά ετησίως.

Ανατομία του μυελού των επινεφριδίων Ανατομία του μυελού των επινεφριδίων

Οι δίδυμοι αδένες των επινεφριδίων βρίσκονται στους άνω πόλους των νεφρών, στο ύψος του 11ου θωρακικού σπονδύλου. Το βάρος τους ανέρχεται σε 8 γραμμάρια έκαστος, ενώ σε καταστάσεις stress το βάρος τους αυξάνει κατά 50% του αρχικού τους.

Ανατομία του μυελού των επινεφριδίωνΟ αδένας των επινεφριδίων διαχωρίζεται στον εξωτερικό φλοιό ο οποίος ονομάζεται «φλοιός του επινεφριδίου» (adrenal cortex) και στον εσωτερικό πυρήνα του οργάνου ο οποίος ονομάζεται «μυελώδης μοίρα του επινεφριδίου» (adrenal medulla).

Ο φλοιός από τον μυελό των επινεφριδίων διαχωρίζονται λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αλλά και λόγω της διαφορετικής μικρο-ανατομικής τους δομής. Έτσι, παρ΄ όλο που και οι δυο μοίρες του αδένα του επινεφριδίου συνωστίζονται σε ένα όργανο, θεωρείται ότι πρόκειται για δυο τελείως διαφορετικούς ενδοκρινείς αδένες. Οι αδένες αυτοί είναι πλήρως διαχωρισμένοι σε άλλους οργανισμούς, όπως στον καρχαρία, ενώ παραμένουν ξεχωριστοί αλλά σε επαφή μεταξύ τους στα αμφίβια.

 

Οι βάσεις της οργάνωσης του νευρικού συστήματος και η θέση του μυελού των επινεφριδίων

Το νευρικό και το ενδοκρινικό σύστημα είναι τα σημαντικά λειτουργικά μέσα ελέγχου των λειτουργιών του οργανισμού. Από κοινού παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά όπως η  θέση τους στον εγκέφαλο, η ικανότητα ελέγχου απόμακρων σημείων του σώματος, με ή όχι την χρήση του μηχανισμού αυτοελέγχου αρνητικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης (feedback negative). Από την άλλη, οι κυριότερες διαφορές μεταξύ του ενδοκρινικού και του νευρικού συστήματος, βασίζονται στο χρησιμοποιούμενο μέσο για την μετάδοση της πληροφορίας. Στην περίπτωση του ενδοκρινικού συστήματος, η μετάδοση πραγματοποιείται μέσω χημικών στοιχείων, με άλλα λόγια μέσω των κυκλοφορουσών ορμονών στο αίμα. Από την άλλη, το νευρικό σύστημα εκδηλώνει την δράση του, μέσω της ηλεκτρικής μετάδοσης της πληροφορίας, δια μέσου των νευρικών ινών (αξόνων νευρικών κυττάρων ή νευραξόνων).

Οι νευρικές συνάψεις

Το νευρικό σύστημα απαρτίζεται από κύτταρα τα οποία εκτός από την τυπική σφαιρική μορφή των κυττάρων, διαθέτουν μια προέκταση εν είδει άξονα, με ειδικές τελικές απολήξεις, χρήσιμες για την μετάδοση των ηλεκτρικών μηνυμάτων (νευράξονες).

Νευρικό κύτταρο

Συνάψεις μεταξύ των νευρικών κυττάρων

Το νευρικό ερέθισμα στην πράξη είναι ηλεκτρικό ρεύμα. Ως εκ τούτου, το ηλεκτρικό ρεύμα άγεται στην διαδρομή του νευράξονα, όπου μέσω των τελικών του απολήξεων – τελικών κομβίων –μεταφέρεται στο επόμενο νευρικό κύτταρο. Πιο συγκεκριμένα, τα τελικά κομβία του νευράξονα, έρχονται σε ειδική επαφή, η οποία ονομάζεται σύναψη, με τους δενδρίτες του επόμενου νευρικού κυττάρου.

Παράλληλα με το φαινόμενο της αγωγής του ηλεκτρικού ρεύματος, κατά μήκος των αξόνων των νεύρων, τα ηλεκτρικά ερεθίσματα μεταξύ των νευρικών κυττάρων άγονται λόγω της παρουσίας χημικών ουσιών επί των συνάψεων, οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ δυο διαδοχικών νευρικών κυττάρων. Με αυτόν τον τρόπο, για την μετάδοση της πληροφορίας στην επόμενη νευρική ίνα, είναι αναγκαία η χημική μετάδοση μέσω ουσιών νευροδιαβιβαστών, οι οποίες βρίσκονται μεταξύ των συνάψεων των κυττάρων του νευρικού ιστού. Οι χημικοί νευροδιαβιβαστές παράγονται από την νευραξονική απόληξη (τελικό κομβίο) του νευράξονα, εκκρίνονται στον διασυναπτικό χώρο (ή συναπτικό χάσμα) και αμέσως ενώνονται με ουσίες-υποδοχείς της μετασυναπτικής μεμβράνης -του επόμενου νευρικού κυττάρου- με σκοπό την διέγερση του επόμενου νευρικού κυττάρου.

Μικροαρχιτεκτονική των συναπτικών επιφανειών
Μικροαρχιτεκτονική των συναπτικών επιφανειών 028

Σε μικροσκοπικό επίπεδο, στις νευρικές συνάψεις ξεχωρίζουν οι προσυναπτικές κυτταρικές μεμβράνες, ο χώρος μεταξύ των δυο απέναντι κυτταρικών μεμβρανών ο οποίος ονομάζεται συναπτικό χάσμα και η μετασυναπτική μεμβράνη του επόμενου νευρικού κυττάρου.

029

Το ηλεκτρικό ερέθισμα ξεκινά από το σημείο γέννησης της εκπόλωσης της κυτταρικής μεμβράνης του νευρικού κυττάρου και την αλυσιδωτή εκπόλωση όλων των γειτονικών σημείων του νευράξονα διαδοχικά, τις επόμενες χρονικές στιγμές,  έως ότου, το φαινόμενο αυτό, φθάσει στα τελικά κομβία του νευράξονα.

Δημιουργία ηλεκτρικού δυναμικού μεταξύ των τοιχωμάτων της νευρικής κυτταρικής μεμβράνης

Δημιουργία ηλεκτρικού δυναμικού μεταξύ των τοιχωμάτων της νευρικής κυτταρικής μεμβράνης

Τα νεύρα (δόκιμος όρος είναι οι «νευρικές ίνες». Ίνες αποκαλούνται τα νευρικά κύτταρα, αφού δύνανται να φθάσει ο νευράξονάς τους έως και τα 2 μέτρα μήκος) είναι δυνατόν να άγουν ανιόντα ηλεκτρικά ερεθίσματα (προσαγωγές οδοί), ήτοι ερεθίσματα παραγόμενα από την περιφέρεια και μεταδιδόμενα προς το κεντρικό νευρικό σύστημα. Άλλες νευρικές ίνες είναι δυνατόν να άγουν κατιόντα ερεθίσματα (απαγωγές οδοί), ήτοι παραγόμενα από το κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταδιδόμενα προς την περιφέρεια του σώματος. Τελικά, η εκπόλωση στην κυτταρική μεμβράνη μιας νευρικής ίνας, μπορεί να ξεκινά από την περιφέρεια του σώματος και να διαδίδεται προς το κεντρικό νευρικό σύστημα (κεντρομόλα διάδοση) ή η εκπόλωση μιας άλλης νευρικής ίνας μπορεί να ξεκινά από το κεντρικό νευρικό σύστημα και να διαδίδεται προς την περιφέρεια του σώματος (φυγόκεντρος διάδοση).

Είναι προφανές ότι τα ανιόντα ερεθίσματα ονομάζονται αισθητικά, γιατί φέρουν προς το κεντρικό νευρικό σύστημα αισθήσεις όπως πόνου, θερμότητας, ψύχους, πίεσης κ.λ.π., ενώ τα κατιόντα ερεθίσματα καταλήγουν στην περιφέρεια του σώματος, οπότε ονομάζονται κινητικά ερεθίσματα, μεταφέροντας ερεθίσματα για την κίνηση των μελών του σώματος.

Δημιουργία ηλεκτρικού δυναμικού μεταξύ των τοιχωμάτων της νευρικής κυτταρικής μεμβράνης

Ο διαχωρισμός του νευρικού συστήματος σε κεντρικό και περιφερικό νευρικό σύστημα

Το κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκέφαλος,γέφυρα, προμήκης, παρεγκεφαλίδα, νωτιαίος μυελός) συνδέεται με την περιφέρεια του σώματος μέσω του περιφερικού νευρικού συστήματος. Το τελευταίο σχηματίζεται από τα νεύρα και τα γάγγλια.

Τα νεύρα αποτελούνται από δέσμες νευραξόνων. Στην διαδρομή των νεύρων παρεμβάλλονται τα νευρικά γάγγλια, δομές κατασκευασμένες από  συσσωματώματα κυτταρικών σωμάτων νευρικών κυττάρων (τα μέρη των κυττάρων τα οποία φέρουν τον πυρήνα).

033 034

 

 

Διακρίνονται δυο τύποι νεύρων (καλύτερα νευρικών ινών):

  1. εγκεφαλο-νωτιαία νεύρα και
  2. νεύρα του αυτόνομου συστήματος

 Τα εγκεφαλονωτιαία νεύρα

Διακρίνονται σε εγκεφαλικά (ή κρανιακά) και νωτιαία νεύρα.
  • Εκβάλουν από τον εγκέφαλο ή τον νωτιαίο μυελό.
  • Εξέρχονται από το κεντρικό νευρικό σύστημα και διασπείρονται σε όλα τα τμήματα της επιφάνειας του σώματος και του σκελετού, όπως στο δέρμα, σε αρκετούς βλεννογόνους, στα οστά, τους μύες, τις αρθρώσεις και τα αισθητήρια όργανα.
  • Αποκαλούνται και σωματικά νεύρα.
  • Στην διαδρομή τους κοντά στην έξοδό τους από το κεντρικό νευρικό σύστημα (δίπλα στην σπονδυλική στήλη), παρεμβάλλονται τα σωματικά γάγγλια.

 γάγγλιο

Νωτιαίος Μυελός

Τα νεύρα του αυτόνομου συστήματος (ή σπλαχνικά νεύρα)

  • Εκβάλουν από τον νωτιαίο μυελό.
  • Εξέρχονται από το κεντρικό νευρικό σύστημα και διασπείρονται σε όλα τα σπλάχνα (όργανα), τα αγγεία, τους αδένες, την καρδιά καθώς και σε όλο το μήκος της λείας μυϊκής μάζας όπου και αν βρίσκεται αυτή (η λεία μυϊκή μάζα ανευρίσκεται κυρίως στα κοίλα σπλάχνα, όπως του γαστρεντερικού σωλήνα).
  • Το αυτόνομο σύστημα συνηθίζεται να ονομάζεται και φυτικό νευρικό σύστημα.
  • Χαρακτηριστικό και αυτού του είδους των νεύρων, είναι η παρεμβολή στην διαδρομή τους, των συμπαθητικών γαγγλίων παρά την σπονδυλική στήλη, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους σχηματίζοντας την συμπαθητική άλυσο, καθώς και των ονομαζόμενων σπλαχνικών γάγγλιων, τα οποία ανευρίσκονται κοντά στα σπλαχνικά όργανα.

Αυτόνομο νευρικό σύστημα.

Οι κινητικές (απαγωγές, κατιούσες) και οι αισθητικές νευρικές οδοί (προσαγωγές, ανιούσες) των εγκεφαλικών και νωτιαίων νεύρων

Ο  ανθρώπινος οργανισμός διαθέτει για την στελέχωση του περιφερικού νευρικού συστήματος τα εγκεφαλικά και τα νωτιαία νεύρα, τα οποία νευρώνουν τους μύς, τα οστά, τις αρθρώσεις, το δέρμα τα αισθητήρια όργανα (όργανα των αισθήσεων) και γενικώς ότι ελέγχουμε δια της θελήσεώς μας. Αυτές οι νευρικές οδοί, άγουν κινητικά ερεθίσματα (κατιόντα ή απαγωγά (ως προς το κεντρικό νευρικό σύστημα)). Από την άλλη, η ίδια ομάδα των εγκεφαλο-νωτιαίων νεύρων, διαθέτει νευρικές ίνες, οι οποίες άγουν αισθητικά ερεθίσματα (ανιόντα ή προσαγωγά (ως προς το κεντρικό νευρικό σύστημα)).

  • Τα απαγωγά ερεθίσματα των εγκεφαλο-νωτιαίων νεύρων, μεταδίδονται στην περιφέρεια δια μέσου ενός μοναδικού νευρικού κυττάρου το οποίον βρίσκεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα και του οποίου ο νευράξονας, φθάνει χωρίς διακοπή, στην πιο απόμακρη περιφέρεια του σώματος (κατανοούμε δηλαδή ότι το μήκος ενός τέτοιου νευρικού κυττάρου, μπορεί να φθάσει τα 2 μέτρα!).
  • Τα προσαγωγά ερεθίσματα των εγκεφαλο-νωτιαίων νεύρων, άγονται σε νευρικές ίνες-κύτταρα οι οποίες είναι μέρη των εγκεφαλο-νωτιαίων γάγγλιων. Το κυτταρικό σώμα των νευρικών αυτών γαγλιακών κυττάρων (νευρώνας), χωρίζεται σε δυο νευράξονες σχήματος Τ (διπολικό νευρικό κύτταρο). Ο ένας κλάδος του νευράξονα, συλλέγει τα αισθητικά ερεθίσματα από την περιφέρεια του σώματος και ο άλλος κλάδος του, εισχωρεί στο κεντρικό νευρικό σύστημα για να  μεταδώσει το ερέθισμα. 

Τα δύο είδη των νευρικών κυττάρων

Σχηματική παράσταση των εδαφών νεύρωσης του αυτόνομου νευρικού συστήματος (συμπαθητικού (μαύρο) και του παρασυμπαθητικού (πράσινο)). Υπογραμμίζεται ότι η μεγαλύτερη ποσότητα παρασυμπαθητικών ινών φέρεται στο πνευμονογαστρικό νεύρο (n. Vago).
αυτόνομο νευρικό σύστημα
Anatomia Umana Barboni et al. ed. Ermes 1980

Το αυτόνομο νευρικό σύστημα χωρίζεται από μεριάς ανατομικής τοπογραφίας σε συμπαθητικό νευρικό σύστημα και σε παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα.

Το συμπαθητικό σύστημα περιλαμβάνει τα νεύρα τα οποία εξέρχονται από το ύψος των τμημάτων του θώρακα και της οσφύς της σπονδυλικής στήλης (θωρακο-οσφυϊκό), ενώ το παρασυμπαθητικό σύστημα περιλαμβάνει τα νεύρα τα οποία εξέρχονται από το ύψος του κρανίου και του ιερού τμήματος της σπονδυλικής στήλης (κρανιο-ιερό).

νευρικό σύστημα
Αυτόνομο νευρικό Σύστημα

Για την ολοκλήρωση του περιφερικού νευρικού συστήματος είναι απολύτως αναγκαίος ο ρόλος του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Οι νευρικές ίνες του αυτόνομου συστήματος, είναι υπεύθυνες για την λειτουργία των οργάνων, μη οριζόμενες από την θέλησή μας. Και αυτός ο τύπος νεύρων, άγει αισθητικά (ανιόντα ή προσαγωγά) και κινητικά (κατιόντα ή απαγωγά) ερεθίσματα.

  • Τα απαγωγά ερεθίσματα του αυτόνομου συστήματος, μεταδίδονται στην περιφέρεια, δια μέσου της παρεμβολής δύο γαγγλίων. Το πρώτο ανευρίσκεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ το επόμενο γάγγλιο ανευρίσκεται κοντά στο περιφερικό όργανο(σπλάχνο).
  • Τα προσαγωγά ερεθίσματα του αυτόνομου συστήματος, άγονται σε νευρικές ίνες στις οποίες παρεμβάλλονται τα συμπαθητικά γάγγλια. Τα ερεθίσματα αυτά, άγονται σε νευρικές ίνες-κύτταρα όπως συμβαίνει και στα εγκεφαλο-νωτιαία γάγγλια. Το σώμα των νευρικών αυτών γαγλιακών κυττάρων, διαθέτει για νευράξονα, έναν άξονα ο οποίος χωρίζεται σε σχήμα Τ, ο ένας κλάδος του οποίου συλλέγει τα αισθητικά ερεθίσματα από την περιφέρεια και ο άλλος κλάδος του, εισχωρεί στο κεντρικό νευρικό σύστημα για να  μεταδώσει το ερέθισμα.

 

Οι δυο τύποι των νευρικών συνάψεων και ινών στο αυτόνομο νευρικό σύστημα:

  1. χολινεργικές
  2. αδρενεργικές

Αναφέρθηκε ότι αμέσως μετά την έξοδό τους από το κεντρικό νευρικό σύστημα οι νευρικές ίνες, στον παράπλευρο χώρο της σπονδυλικής στήλης, έρχονται σε επαφή με τα παρασπονδυλικά νευρικά γάγγλια. Αυτό σημαίνει, ότι οι νευρικές ίνες εξερχόμενες (συγκεκριμένα οι νευράξονες των νευρικών κυττάρων) από το κεντρικό νευρικό σύστημα, συνάπτουν σύναψη εντός των γαγγλίων, με το επόμενο νευρικό κύτταρο. Ο τύπος της χημικής ουσίας -του νευροδιεγέρτη – ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί σε αυτές τις συνάψεις, καθορίζει έναν ειδικό τρόπο ταξινόμησης του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Ένας μεγάλος αριθμός περιφερικών νευρικών ινών, του αυτόνομου νευρικού συστήματος, συνθέτει και απελευθερώνει στις νευρικές συνάψεις την ουσία ακετυλοχολίνη. Γι΄αυτό τον λόγο οι νευρικές ίνες και οι συνάψεις τους ονομάζονται «χολινεργικές».

Την ακετυλοχολίνη ως νευροδιεγέρτη, διαθέτουν όλες οι προ-γαγγλιακές κινητικές νευρικές ίνες (όπως και οι σωματικές κινητικές νευρικές ίνες –μη αυτόνομου νευρικού συστήματος- των σκελετικών μυών).

Όμως το μεγαλύτερο μέρος από τις μετα-γαγγλιακές συμπαθητικές ίνες, συνθέτουν και απελευθερώνουν έναν άλλο νευροδιεγέρτη, την νοραδρεναλίνη. Γι΄αυτό τον λόγο, οι νευρικές ίνες και οι συνάψεις τους ονομάζονται (για συντομία) «αδρενεργικές».

Οι αδρεγενικοί υποδοχείς

Στην μετα-συναπτική μεμβράνη είναι γνωστό ότι δρουν οι απελευθερωμένοι νευροδιαβιβαστές από την προ-συναπτική μεμβράνη. Στην περίπτωση του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ο χημικός μεσολαβητής ο οποίος εκλύεται στις νευρικές συνάψεις (νοραδρεναλίνη), πρέπει να προσδεθεί στην μετα-συναπτική μεμβράνη σε ουσίες-υποδοχείς επί της κυτταρικής μεμβράνης των νευρικών κυττάρων, ώστε μετά από μια αλυσίδα αντιδράσεων να εκσπάσει η γέννηση ενός νέου ηλεκτρικού ερεθίσματος, στο επόμενο νευρικό κύτταρο.

Οι ουσίες-υποδοχείς στην μετασυναπτική μεμβράνη ονομάζονται αδρενεργικοί υποδοχείς και διακρίνονται σε α1, α2, β1, β2, β3.

Ουσίες ή φάρμακα που ευοδώνουν την διέγερση των μετασυναπτικών υποδοχέων αποκαλούνται αγωνιστές.

Ουσίες ή φάρμακα που αναστέλλουν την διέγερση των μετασυναπτικών υποδοχέων αποκαλούνται ανταγωνιστές.

Είναι ανάγκη να υπογραμμιστεί ότι η φαρμακολογία ασχολείται με την μελέτη των φαρμάκων που σχετίζονται με το αυτόνομο νευρικό σύστημα καθ΄ εαυτό ή με τους υποδοχείς οι οποίοι ανευρίσκονται σε κύτταρα ελεγχόμενα από το αυτόνομο νευρικό σύστημα (όπως ο καρδιακός μύς, οι λείες μυϊκές στοιβάδες, οι αδένες).

Τα νευρικά γάγγλια είναι υποστρόγγυλα μορφώματα τα οποία παρεμβάλλονται στην διαδρομή των νεύρων και αποτελούνται από συσσωμάτωμα σωμάτων νευρικών κυττάρων (σώμα νευρικού κυττάρου ονομάζεται εκείνο το μέρος του κυττάρου το οποίον διαθέτει τον πυρήνα του κυττάρου. Το μέρος αυτό ονομάζεται και νευρώνας ενώ ο νευρικός άξονας του κυττάρου ονομάζεται νευράξονας ή νευρίτης).

Διαχωρίζονται σε γάγγλια εγκεφαλικά και νωτιαία και γάγγλια του αυτόνομου νευρικού συστήματος.

  • Τα εγκεφαλο-νωτιαία γάγγλια, είναι κατασκευασμένα από νευρώνες (σώματα νευρικών κυττάρων) αισθητικών οδών (προσαγωγές ή ανιούσες). Τα εγκεφαλικά γάγγλια βρίσκονται στην διαδρομή των εγκεφαλικών νεύρων, ενώ κοντά στην έκφυση των οπισθίων ριζών των νωτιαίων νεύρων βρίσκονται τα νωτιαία γάγγλια.
  • Τα γάγγλια του αυτόνομου συστήματος είναι κατασκευασμένα από νευρώνες κινητικών οδών (απαγωγές), οι οποίες φθάνουν έως τα σπλαχνικά όργανα.
Νευρικές ίνες προσθίων και οπισθίων κεράτων νωτιαίου σωλήνα και τα νευρικά γάγγλια
Anatomia Umana Barboni et al. ed. Ermes 1980

 Σχηματική παράσταση τομής του νωτιαίου μυελού και των τριών γάγγλιων τα οποία παρεμβάλλονται στην διαδρομή των νεύρων μετά την έξοδό τους από το κεντρικό νευρικό σύστημα. Το πρώτο γάγγλιο σχηματίζεται από τα κυτταρικά σώματα σχήματος Τ στην πρόσθια επιφάνεια του νωτιαίου μυελού. Πλαγίως της στήλης του νωτιαίου μυελού σχηματίζεται το δεύτερο γάγγλιο το οποίον ανήκει στην συμπαθητική άλυσο ενώ στην συνέχεια το τρίτο γάγγλιο ανευρίσκεται εγγύς των σπλάχνων. Γαλάζιες οδοί: ίνες νωτιαίων νεύρων προσαγωγές (αισθητικές). Κόκκινες οδοί: ίνες νωτιαίων νεύρων απαγωγές (κινητικές).Γκρί οδοί: ίνες συμπαθητικού προσαγωγές (αισθητικές). Μαύρες οδοί: ίνες συμπαθητικού απαγωγές (κινητικές).

Ο μυελός των επινεφριδίων αποτελεί άρρηκτο τμήμα του συμπαθητικού (αυτόνομου) νευρικού συστήματος. Συνεισφέρει μαζί με το υπόλοιπο διάσπαρτο συμπαθητικό νευρικό σύστημα στην ρύθμιση της ταχύτητας λειτουργίας των οργάνων. Διαφέρει από το υπόλοιπο συμπαθητικό σύστημα, επειδή τίθεται σε λειτουργία, όταν ο οργανισμός βρεθεί σε κατάσταση έντονου stress ή σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο οργανισμός αποκλίνει από την φυσιολογική ομοιόσταση. Το υπόλοιπο διάσπαρτο συμπαθητικό σύστημα, καθορίζει τις λεπτές ρυθμίσεις, οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες, κάθε στιγμή, για την ρύθμιση των φυσιολογικών λειτουργιών των οργάνων.

Θα μπορούσε ο μυελός των επινεφριδίων να νοηθεί, ως ένα συμπαθητικό γάγγλιο, στο οποίο οι μετα-γαγγλιακοί νευρώνες έχουν χάσει τους νευράξονές τους, ενώ έχει καταστεί όργανο αποτελούμενο από εκκριτικά κύτταρα, τα οποία διεγείρονται από προ-γαγγλιακές νευρικές ίνες, μέσω του σπλαχνικού νεύρου.

Ο μυελός των επινεφριδίων εκκρίνει κυρίως τις κατεχολαμίνες, ήτοι την αδρεναλίνη, την νοραδρεναλίνη και την ντοπαμίνη.

Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα στο έμβρυο, προέρχεται από τα αρχέγονα κύτταρα της νευρικής ακρολοφίας. Κατά την πέμπτη εβδομάδα της κύησης, τα κύτταρα αυτά μεταναστεύουν στην θωρακική περιοχή για να σχηματίσουν την συμπαθητική άλυσο, πίσω από το ραχιαίο τμήμα της αορτής. Κατά την έκτη έως όγδοη εβδομάδα κύησης, τα κύτταρα αυτά μεταναστεύουν κατά μήκος της κεντρικής φλέβας και διεισδύουν στον εμβρυικό επινεφριδιακό φλοιό, για να σχηματίσουν τον επινεφριδιακό μυελό.

Αρτηριακή υπέρταση